κίονας
Greek Monolingual
ο (AM κίων, -ονος, ὁ, Α και κίων, ἡ)
ξύλινος, λίθινος ή μεταλλικός στύλος που στηρίζει οροφή, κολόνα (α. «ἔγχος μὲν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα», Ομ. Οδ.
β. «δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης», Σοφ.)
νεοελλ.
1. αρχιτ. λίθινο ή ξύλινο, κυλινδρικό συνήθως και υψηλό, αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό μέλος το οποίο στέκεται μεμονωμένο και χρησιμεύει για τη στήριξη του θριγκού ή του θόλου που βρίσκεται πάνω από αυτό και το οποίο απαρτίζεται από τη βάση, το σώμα και το κιονόκρανο («κίονας δωρικού ρυθμού»)
2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος στύλος πάνω στον οποίο γίνεται η κιονοδέτηση της αλυσίδας ή του σχοινιού της άγκυρας, κν. μπαμπάς
αρχ.
1. οι στύλοι για τους οποίους πιστευόταν ότι υποβάσταζαν τον ουρανό και τον διαχώριζαν από τη γη και τους οποίους κρατούσε στους ώμους του ο Άτλας («Ἄτλαντος, ὅς πρὸς ἑσπέρους τόπους ἕστηκε κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοιν ἐρείδων», Αισχύλ.)
2. επιτύμβια στήλη
3. η σταφυλή του φάρυγγα («αὕτη ἐξ ἀρχῆς φάρυγγα ἐπώδυνος
ἔρευθος κίων ἀνεσπασμένος», Ιπποκρ.)
4. το διάφραγμα της μύτης
5. είδος σαρκώδους εκφύματος
6. παροιμ. «ἔσθι' ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας» — γι' αυτούς που κατασπατάλησαν όλη την περιουσία τους και δεν τους έμεινε τίποτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς προς τον τ. siwn «κίων» της Αρμενικής. Πιθ. να πρόκειται για κοινό δάνειο της ελλ. και αρμεν. από άγνωστη γλώσσα. Η λ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiwo «κίων» και στο τοπωνύμιο kiwonadc.
ΠΑΡ. κιόνιο(ν), κιονίδα(-ίς), κιονίσκος
αρχ.
κιονηδόν
μσν.
κιονάκιον, κιονικός, κιονίτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιονόκρανο(ν)
αρχ.
κιόκρανον, κωνοφόρος
μσν.- νεοελλ.
κιονοειδής
νεοελλ.
κιονόβαθρο, κιονόδεσμος, κιονοδετώ, κιονοστάτης, κιονοστοιχία. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφικίων, ευκίων, περικίων, πολυκίων, τετρακίων, ακροκιόνιον, μετακιόνιον, προκιόνιον, τετρακιόνιον].