κορύσσω

English (LSJ)

A Ep. impf. κόρυσσε Il.21.306; poet. inf. -έμεν Pi.P.8.75:—Med., aor. ἐκορυσσάμην, part. κορυσσάμενος Il.19.397:—Pass., pf. κεκόρυθμαι, part. κεκορυθμένος, freq. in Hom. (v. infr.): (κόρυς):—poet., chiefly Ep., Verb, prop. furnish with a helmet: hence,
1 generally, fit out, equip, marshal, πόλεμόν τε κορύσσων Il.2.273; κλόνον ἀνδρῶν Hes.Sc.148; μάχην ib.198; μάχας ἔργον Pi.I.8(7).58; φιλαιμάτους ἀλκάς E.Rh.933:—in Hom. mostly Pass. and Med., equip, arm oneself, τὼ δὲ κορυσσέσθην Il.4.274; ὄπιθεν δὲ κορυσσάμενος βῆ Ἀχιλλεύς 19.397; Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ 7.206; κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ 5.562, etc.; of things, δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ headed with brass, 3.18, 11.43: abs., ἔγχος, βριθὺ μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον 16.802: c. acc., ὅπλων κεκορυθμένος ἔνδυτ' E.IA1073 (lyr.): metaph., ἔριδι κ. Id.Andr.279 (lyr.).
2 furnish, provide, βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς Pi.P.l.c.
II make crested, κόρυσσε δὲ κῦμα ῥόοιο reared his crested wave, Il.21.306:—Pass., rear its head, of a wave, πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται Il.4.424, cf. A.R.2.71; of Eris, ἥ τ' ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται Il.4.442; χείμαρρε, τί δὴ τόσον ὧδε κορύσσῃ; AP9.277 (Antiphil.); of clouds, Theoc.25.94, etc.; also of birds, Thphr. Sign.16: metaph., Δῆμος… πρὸς πνεῦμα βραχὺ κ. Com.Adesp.1324; cf. κορθύνω. (κορύττεται 'butts' Agath.1.4 is prob. f.l. for κορύπτεται: aor. Med. κορύξασθαι, δίκην ἀλεκτρυόνος Ath.3.127a, dub.l. in Hp.Ep.17.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. Act. ; Pass. part. pf. κεκορυθμένος;
dresser en forme de crête : κορύσσειν κῦμα IL soulever la crête d'une vague ; fig. πόλεμον IL provoquer un combat;
Moy. κορύσσομαι (ao. ἐκορυσάμην) s'armer d'un casque ; en gén. s'armer : χαλκῷ IL se couvrir d'une armure d'airain ; ὅπλων κεκορυθμένος ἐνδυτά EUR revêtu d'une armure ; en parl. de choses δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ IL deux javelines armées d'une pointe de fer ; abs. δόρυ κεκορυθμένον IL javeline armée d'une pointe de fer.
Étymologie: κόρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορύσσω [κόρυς] praes. pass. 2 sing. κορύσσεαι, poët. inf. κορυσσέμεν, ep. imperf. 3 sing. κόρυσσε, ep. med. 3 sing. κορύσσετο; perf. ptc. med.-pass. κεκορυθμένος bewapenen, spec. pass.:; κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ bewapend met fonkelend brons Il. 5.562; δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ twee speren voorzien van een bronzen punt Il. 3.18; overdr..; βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς het leven met weloverwogen plannen bewapenen Pind. P. 8.75; med. dir. refl. zich bewapenen:. τὼ δὲ κορυσσέσθην zij beiden trokken de wapens aan Il. 4.274. doen zwellen:; κῦμα de zee doen zwellen Il. 21.306; overdr.:; πόλεμόν τε κορύσσειν de oorlog voorbereiden Il. 2.273; med. intrans. aanzwellen:; πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται eerst zwelt hij (de golf) aan op zee Il. 4.424; overdr.: ἥ τ’ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται eerst is zij (de twist) klein, maar allengs zwelt zij aan Il. 4.442.

German (Pape)

act. nur praes. und impf., mit dem Helm versehen, wappnen, rüsten, zum Kampf anregen; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; auch μάχην, 198; πόλεμον κορύσσων Il. 2.273; ἀμφὶ γῆν μὲν πατρίαν φιλαιμάτους ἀλκὰς κορύσσοντα Eur. Rhes. 933; übertragen, ἔργον Pind. I. 7.54; einrichten, wie βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοις μαχαναῖς, das Leben ausrüsten (gegen das Unglück), Ol. 8.78. – Häufiger med., sich rüsten, waffnen; aor. κορυσσάμενος, Il. 19.397 (wofür Ath. III.127a δίκην ἀλεκτρυόνος κορύξασθαι), und perf. pass. κεκορυθμένος, gerüstet, gewappnet; τὼ δὲ κορυσσέσθην Il. 4.274; Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ 7.206, und öfter in dieser Zusammenstellung, bes. κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ, wie Eur. Andr. 279, der auch χρυσέων ὅπλων κεκορυθμένος ἐνδυτά sagt, I.A. 1073, also den accus. damit verbindet, nach Analogie der Verba des Anziehens. – Übh. anschwellen lassen, erheben, (ὁ ποταμὸς) κόρυσσε δὲ κῦμα ῥόοιο ὑψόσ' ἀειρόμενος Il. 21.306; daher im pass. = sich erheben, anschwellen, von den Meereswogen, 4.424, wie Ap.Rh. 2.70 und Sp., χείμαρρε, τί δὴ τόσσον κορύσσῃ Antiphil. 31 (IX.277). – S. noch κορυστός.

Russian (Dvoretsky)

κορύσσω: (act. только praes. и impf. эп. κόρυσσε, эп. praes. inf. κορυσσέμεν; med.: эп. 2 л. sing. praes. κορύσσεαι, aor. ἐκορυσάμην, part. aor. κορυσσάμενος; pass.: pf. κεκόρυθμαι, part. pf. κεκορυθμένος)
1 вооружать (τινά Hom.); med. вооружаться (χαλκῷ Hom.): ὅπλων κεκορυθμένος ἐνδυτά Eur. одетый в доспехи;
2 перен. вооружать, снабжать, укреплять (βίον ὀρθοβούλοις μαχαναῖς Pind.): ἔγχος κεκορυθμένον Hom. обитое металлом копье;
3 вздымать (κῦμα ῥόοιο Hom.): Ἔρις, ἥτ᾽ ὀλίγη μὲν πρῶτα, κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη Hom. Эрида (Распря), вначале маленькая, тянется (все) вверх и, наконец, главой упирается в небо;
4 поднимать, возбуждать, вести на бой (κλόνον ἀνδρῶν Hes.; φιλαρματους ἀλκάς Eur.);
5 снаряжать, готовить (πόλεμον Hom.; μάχην Hes.).

English (Autenrieth)

mid. aor. part. κορυσσάμενος, pass. perf. part. κεκορυθμένος: arm the head with the helmet; then, in general, arm, equip, mid., arm oneself; of weapons, κεκορυθμένα χαλκῷ, with head of bronze, bronze-shod, Il. 3.18, Il. 16.802; met., πόλεμον, κῦμα (cf. κορθύομαι), Il. 21.306, Il. 4.424.

English (Slater)

κορύσσω marshall ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα sc. Achilles (I. 8.54) met., βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)

Greek Monolingual

κορύσσω (Α) κόρυς
1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζωΑἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)
2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.)
3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς», Πίνδ.)
4. (ενεργ. και παθ.) υψώνω, φουσκώνω (α. «κόρυσσε δὲ κῡμα ῥόοιο ὑψόσ' ἀειρόμενος», Ομ. Ιλ.
β. «χείμαρρε, τί δὴ τόσον ὧδε κορύσσῃ;», Ανθ.Παλ.)
5. μέσ. κορύσσομαι
εφοδιάζομαι («ἔγχος, βριθύ, μέγα, στιβαρόν, κεκορυθμένον», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κορύσσω: ποιητ. απαρ. -έμεν· Επικ. παρατ. κόρυσσον — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκφυσσάμην — Παθ., παρακ. κεκόρυθμαι· (κορύς
I. εξοπλίζω με περικεφαλαία, και γενικά, εφοδιάζω, παρέχω, συγκεντρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. — Παθ. και Μέσ., εφοδιάζομαι ή οπλίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. υψώνω, κορυφώνω, κόρυσσε κῦμα, κορύφωσε το υπερυψωμένο κύμα του, στο ίδ. — Παθ., υψώνω το κεφάλι μου, λέγεται για κύμα, στο ίδ.· λέγεται για τη Φήμη, στο ίδ.· λέγεται για σύννεφα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κορύσσω: Ἐπικ. παρατ. κόρυσσε Ἰλ.· ποιητ. ἀπαρ. -έμεν Πινδ. Π. 8. 106. ― Μέσ., ἀόρ. ἐκορυσσάμην (ἀντὶ ἐκορυξάμην, ἴδε κορύπτω), μετοχ. κορυσσάμενος Ἰλ. Τ. 397. ― Παθ., πρκμ. κεκόρυθμαι, μετοχ. κεκορυθμένος, συχνάκις παρ’ Ὁμ. ― Ρῆμα ποιητ., κυρίως δὲ Ἐπικ., σημαῖνον κυρίως ἐφοδιάζω, ὁπλίζω μὲ περικεφαλαίαν (κόρυθα). 1) καθόλου, παρασκευάζω, καταρτίζω, κινῶ, διεγείρω εἰς μάχην, πόλεμόν τε κορύσσων Ἰλ. Β. 273· κλόνον ἀνδρῶν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· μάχην 198· μάχας ἔργον Πινδ. Ι. 8 (7). 115· φιλαιμάτους ἀλκὰς Εὐρ. Ρῆσ. 933. ― Ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸ παθ. καὶ μέσ., ὁπλίζομαι, ἐνδύομαι τὴν πανοπλίαν μου, τὼ δὲ κορυσσέσθην Ἰλ. Δ. 274· ὄπιθεν δὲ κορυσσάμενος βῆ Ἀχιλλεὺς Τ. 397· Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ Η. 206· κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ Ε. 562, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ ἔχοντα αἰχμὰς ἐκ χαλκοῦ, Γ. 18., Λ. 43· οὕτως ἀπολ., δόρυ... βριθύ, μέγα, στιβαρόν, κεκορυθμένον Π. 802· ὅπλων Ἡφαιστοπόνων κεκορυθμένος ἐνδυτὰ Εὐρ. Ι. Α. 1073, πρβλ. Ἀνδρ. 279. 2) προμηθεύω, καταρτίζω, βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοις μαχαναῖς Πινδ. Π. 8. 106. ΙΙ. ὑψῶ, κορυφῶ, κόρυσσε δὲ κῦμα ῥόοιο, ἐκορύφωσε (πρβλ. κορυφόω), Ἰλ. Φ. 306· (οὕτω δὲ καὶ τὰ πόλεμον, κλόνον μάχην κορύσσειν, δύνανται νὰ νοηθῶσι). ― Παθ., κῦμα θαλάσσης... πόντῳ μὲν τὰ πρῶτα κορύσσεται, «κορυφοῦται, αὔξεται, εἰς ὕψος ἐπαίρεται» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 424· ἐπὶ τῆς φήμης, ἥ τ’ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται αὐτόθι 442· οὕτω μετέπειτα, χείμαρρε, τί δὴ τόσον ὧδε κορύσσῃ; Ἀνθ. Π. 9. 277· ἐπὶ νεφῶν, Θεόκρ. 25. 94, κτλ.· μεταφορ., Δῆμος... πρὸς πνεῦμα βραχὺ κορ. Κωμ. Ἀνών. 48· ― πρὸς ταύτην τὴν σημασίαν πρβλ. τὰ ῥήματα κορθύνω, κορθύομαι.

Middle Liddell

[κορύς]
I. to furnish with a helmet, and, generally, to fit out, equip, marshal, Il., Hes.:—Pass. and Mid. to equip or arm oneself, Il.
II. to make crested, κόρυσσε κῦμα he reared his crested wave, Il.:—Pass. to rear its head, of a wave, Il.; of Rumour, Il.; of clouds, Theocr.