ναυς
Greek Monolingual
η (ΑΜ ναῦς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς)
πλοίο
νεοελλ.
μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού
μσν.
επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου
αρχ.
1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο
2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης
3. μτφ. α) ναός
β) εκκλησίασμα
4. (στους Πυθαγορείους) η ενότητα
5. φρ. α) «νῆες κεναί» — πλοία χωρίς πολεμιστές
β) «νῆες μακραί» — πολεμικά πλοία που ήταν μακρά και στενά για να είναι ταχύτερα
γ) «νῆες στρογγύλαι» — εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότατη ΙΕ λ. που διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια σε πολλές ΙΕ γλώσσες (πρβλ. αρχ. ελλ. ναῦς, αρχ. ινδ. naus, περσ. nav, αρμ. naw, λατ. navis, αρχ. ιρλδ. nau κ.λπ.). Ο ΙΕ αρχικός τ. nāu-s δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, η δε κλίση του έχει επίσης, εν πολλοίς, διασωθεί στις επιμέρους ΙΕ γλώσσες
πρβλ. αιτ. εν. nāw-m, αρχ. ελλ. νῆ(F)-α, αρχ. ινδ. nāv-am (με το -m αναλογικώς προς άλλες αιτ. εν.), λατ. nav-em (απ' όπου υποχωρητικά σχηματίστηκε η τριτόκλιτη ονομ. εν. nav-is)
ονομ. πληθ. nāw-es, αρχ. ελλ. νῆ(F)-ες, αρχ. ινδ. nāv-as
αιτ. πληθ. nāw-ns, αρχ. ελλ. νῆ(F)-ας, αρχ. ινδ. nāv-as. Η γεν. πληθ. νεῶν < νη-ῶν (< νᾱ-ῶν) με βράχυνση φωνήεντος πριν από φωνήεν, ενώ η ονομ. πληθ. νέες < νῆες επίσης με βράχυνση ή αναλογικά προς τη γεν. νεῶν (πρβλ. βασιλέες). Η γεν. εν., τέλος, νεώς < νηός με αντιμεταχώρηση. Η λ. ναῦς εμφανίζεται ως α' συνθ. σε σύνθ. με τη μορφή ναυ- (< θ. ονομ.) και με τη μορφή ναυσι- (< θ. δοτ. πληθ. ναυσί). Επίσης εμφανίζεται και σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Ναυσικράτης, Ναυσιχάρης, Ναυσίας, Ναύσων). Το β' συνθετικό του ανθρωπωνυμίου Ναυσικᾶ δεν είναι σαφές. Κατά μία άποψη, το όνομα Ναυσικᾶ είναι υποκοριστικό ενός αμάρτυρου Ναυσικάστη.
ΠΑΡ. ναύτης
αρχ.
ναύσθλον, νήϊος, νηΐτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ναυ-) ναυαγός, ναυάρχης, ναύαρχος, ναυβάτης, ναύδετο(ν), ναύκληρος, ναυκράτης, ναυμάχος, ναυπηγός, ναύσταθμος, ναύφθορος
αρχ.
ναυβαρώ, ναυηγέτης, ναύκραρος, ναύμαχος, ναυμέδων, ναυπηγής, ναύπορος, ναυπόρος, ναύπρηστις, ναυπρύτανις, ναύσταθμον, ναύστολος, ναυφάγος, ναύφρακτος
νεοελλ.
ναύκλαστρο, ναυπάθεια. (Α' συνθετικό ναυσι-) ναυσιπόρος
αρχ.
ναυσιβάτης, ναυσίβιος, ναυσίδρομος, ναυσικλειτός, ναυσικλυτός, ναυσιπέδη, ναυσιπέρατος, ναυσίπομπος, ναυσίπορος, ναυσίστονος, ναυσιφθόρος, ναυσιφθόρητος, ναυσοίκητος
αρχ.-μσν.
ναυσίποδες
μσν.
ναυσίπλους
νεοελλ.
ναυσιβλάβεια. (Α συνθετικό νεω- < θ. γεν. νεώς) νεώριο(ν)
αρχ.
νεωλκός, νεωρός. (Α' συνθετικό -ναυς) αρχ. άναυς, ελέναυς, λιπόναυς, χιλιόναυς. (Β' συνθετικό -νεως) αρχ. λιπόνεως, περίνεως.