οίος
Greek Monolingual
(I)
οἶος, -οἴα, -ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α)
1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.)
2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον- μόνο, μοναχά
4. (σχν. η έννοια τους επιτείνεται με την προσθήκη αριθμτ. εἷς οἶος, μία οἴη)
ένας μόνος, μία μόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίνη). με επίθημα -Foς (< IE oi-wo-), πρβλ. δεξιός < δεξιFός, μόνος < μόνFoς, ὅλος < ὅλFος. Το επίθ. συνδέεται με αβεστ. aēva-, αρχ. περσ. aina- (βλ. και λ. οίνη)].
(II)
-α, -ο (Α οἷος, οἵα, -ον, ιων. τ. θηλ. οἵη)
(αντων.)
1. τέτοιος που, όπως ο, καθώς ο («το αποτέλεσμα υπήρξε οίον ανεμένετο»)
2. (συχνά σε ανεξάρτητες προτάσεις χρησιμοποιείται ως επιφώνημα προκειμένου να δηλωθεί θαυμασμός, απορία ή έκπληξη για κάτι το ασυνήθιστο ή για κάτι απροσδόκητα κακό ή απροσδόκητα καλό) ποιος, τί (α. «οία συμφορά μάς βρήκε ξαφνικά» β. «οἷον ἄνδρα λέγεις ἐν κινδύνῳ εἶναι», Πλάτ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) οίον και οία
λογουχάρη, επί παραδείγματι (α. «πτηνά τινα, οίον η όρνις» β. «λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων, οἷον ἀσπαλιευτής», Πλάτ.)
αρχ.
1. (με διάφορα μόρια, όπως δή, περ, τε, που αλλά και μόνο του για δήλωση σύγκρισης) όπως ακριβώς (α. «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν ἤσχυνε ξενίαν τράπεζαν», Αισχύλ.)
2. (με την αόρ. αντων. τις, τι προκειμένου να γενικεύσει παράθεση ή σύγκριση) ποιας ποιότητας, ποιου είδους ή πόσο μεγάλος («οἶσθα εἰς οἷόν τινα κίνδυνον ἔρχει;», Πλάτ.)
3. (συχνά χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί ο λόγος, η αιτία για την οποία έγινε κάτι) ένεκα του οποίου («ἄνακτα χόλος λάβεν, οἷον ἄκουσεν», Ομ. Ιλ.)
4. (με επίθ. με αοριστολογική έννοια) κάποιας λογής, κάπως («οἷον τετανότριχα καὶ οὐ πάνυ εὐγένειον», Πλάτ.)
5. (με επίθ. υπερθ. βαθμού) όσο το δυνατόν («ξύμμαχος ἔσομαι οἷος ἂν δύνωμαι ἄριστος», επιγρ.)
6. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) α) πόσο πολύ, σε πόσο μεγάλο βαθμό («οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται», Ομ. Οδ.)
β) καθώς, ακριβώς όπως («οἷά τις... ἀηδών», Αισχύλ.)
γ) δηλαδή, ήτοι («τὸ νῦν ῥηθησόμενον, οἷον...», Αριστοτ.)
δ) (σε αριθμητικούς υπολογισμούς) περίπου («προαπεχώρησαν ἀπὸ τοῦ Δηλίου οἷον δέκα σταδίους», Θουκ.)
ε) (με μτχ.) επειδή («οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ γενομένου», Θουκ.)
7. φρ. α) «οἷός εἰμι»
(με απαρμφ.) i) είμαι αρμόδιος, κατάλληλος ή ικανός για κάτι («οὐ γὰρ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν», Ξεν.)
ii) προτίθεμαι, σκοπεύω να κάνω κάτι ή προσπαθώ να κάνω κάτι («ἐβιάζετο... καὶ οἷος ἧν ἐξευρεῖν τὴν θύραν», Λυσ.)
β) (ως απρόσ. εκφρ.) «οἷόν τ' ἐστί» και «οἶα τ' ἐστί» — είναι δυνατόν να («οὐκ οἷά τε εἷναι ἰδεῖν τὸ πρόσω», Ηρόδ.)
γ) «ὡς οἷόν τε» — όσο το δυνατόν («ἔστι δὲ τὰ... πάλαι λεχθέντα πρὸς σωτηρίαν, ὡς οἷόν τε, τῆς τυραννίδος», Αριστοτ.)
δ) «οὐχ οἷον... ἀλλ' οὐδὲ...» ή «μὴ οἶον... ἀλλὰ μηδέ...» — όχι μόνο δεν... αλλά ούτε («οὐ γὰρ οἷον εὐλόγους ἀφορμὰς ἕχοντες, ἀλλ' οὐδὲ ἀφορμάς», Πολ.).
επίρρ...
οἵως (Α)
με ποιο τρόπο, πώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. οἷος, οἵα, οἵον έχει σχηματιστεί από το θ. yo της ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ός [Ι]) με επίθημα -οίος (πρβλ. τοῖος, ποῖος) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -y-. Κατ' άλλη άποψη, η αντων. οἷος έχει παραχθεί από γεν. πληθ. οἵων (πρβλ. αρχ. ινδ. yesām), βλ. και λ. τοίος].