πάνδημος

English (LSJ)

Dor. πάνδαμος, ον,
A = πανδήμιος (esp. in Prose), βοῦς S.Aj.175 (lyr.); ἀγών E.Alc.1026; στέγαι Id.Ba. 227; π. πόλις, στρατός, the whole body of the city, of the army, S.Ant.7, Aj. 844; π. χάρις general favour, Alcid. ap. Arist.Rh.1406a26; δόξα Plb. 31.25.8; δεῖπνον IG7.2712.79 (Acraeph.); ἀρχή Sammelb.5765 (iii/ iv A. D.); of diseases, pandemic, Gal. 17(1).2; epithet of Zeus at Athens, IG22.1075. Adv. πανδήμως = πανδημεί, τοὺς ἀνθρώπους εὐώχησε π. ib.5(2).268.43 (Mantinea).
II πάνδημος Ἔρως vulgar love, opp. οὐράνιος, Pl.Smp. 180e sq., cf. X.Smp.8.9; π. Ἀφροδίτη Pl.Smp. 181a, IG22.659, SIG 1014.57 (Erythrae, iii B. C.), Paus.1.22.3, Luc.DMeretr.7.1, etc. (also in plural, Dam.Pr.97 bis); π. ἐρασταί Pl.Smp. 181e; π. μουσική common, vulgar music, Aristox.Fr.Hist.90; ἡ π. λέξις ordinary (common) speech, Phld.Rh.1.165 S.

German (Pape)

[Seite 458] = Vorigem; πόλις, Soph. Ant. 1127 El. 970; στρατός, Ai. 831; ἀγών, στέγη, Eur. Alc. 1029 Bacch. 227; sp. D., μύλη, Ap. Rh. 1, 1077; ἐραστής, Agath. 3 (V, 302); in Prosa die gewöhnliche Form; ἔρως, dem οὐράνιος entgeggstzt, die gemeine, sinnliche Liebe, Plat. Conv. 180 e, u. ἐραστής, 181 e, wie Ἀφροδίτη, Ath. XIII, 569 d; vgl. Plat. Conv. 181 a; Sp., wie Luc. D. Mer. 7, 1; χάρις, beim ganzen Volke, Arist. rhet. 3, 3; δόξα, Pol. 32, 11, 8; auch λαλιά, 3, 20, 5, gemein, im tadelnden Sinne, wie μουσική, Ath. XIV, 632 b. – Auch adv., Sp., wie Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui comprend le peuple entier;
2 commun à tout le peuple, public ; p. ext. commun, vulgaire.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδημος -ον [πᾶς, δῆμος] van het gehele volk, openbaar:. μὴ φείδεσθε πανδήμου στρατοῦ spaar het gezamenlijke leger niet Soph. Ai. 844; ἀγὼν π. openbare wedstrijd Eur. Alc. 1026. alledaags, vulgair:. Ἔρωτα... Πάνδημον de alledaagse Liefde Plat. Smp. 180e.

Russian (Dvoretsky)

πάνδημος: дор. πάνδᾱμος 2
1 всенародный, всеобщий (χάρις Arst.; δόξα Polyb.; ἐκκλησία, ἑορτή Plut.): π. πόλις Soph. все население города; π. στρατός Soph. все войско (в целом); π. ἀγών Eur. всенародное (публичное) состязание; πάνδημοι στέγαι Eur. общественные здания;
2 обыденный, низменный, т. е. чувственный (Ἔρως, Ἀφροδίτη Plat. etc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πάνδημος και δωρ. τ. πάνδαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό
νεοελλ.
αυτός που επιτελείται ή εκδηλώνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, παλλλαϊκός («πάνδημο συλλαλητήριο»)
αρχ.
1. κοινός, συνήθης, λαϊκόςπάνδημος λέξις» — κοινή, χυδαία λέξη, Φιλόδ.)
2. καθολικός, γενικός
3. (για νόσο) πανδημικός
4. προσωνυμία του Διός στην Αθήνα
5. (το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης, σε αντιδιαστολή προς την ουρανία Αφροδίτη
6. φρ. α) «πάνδημος πόλις» — ολόκληρος ο λαός της πόλεως
β) «πάνδημος στρατός» — ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη μιας χώρας
γ) «πάνδημος ἔρως» — ο κοινός, ο χυδαίος, ο σαρκικός έρωτας, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο
δ) «πάνδημοι ἐρασταί» — οι εραστές πολλών ατόμων, οι κοινοί, οι δημόσιοι εραστές.
επίρρ...
πανδήμως ΝΜΑ
με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, πανδημεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δῆμος (πρβλ. απόδημος)].

Greek Monotonic

πάνδημος: Δωρ. πάν-δᾱμος, -ον,
I. αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε όλους τους ανθρώπους, δημόσιος, κοινός, σε Σοφ., Ευρ.· πάνδημος πόλις, στρατός, ολόκληρο το σώμα της πόλης, σύσσωμος ο στρατός, σε Σοφ.
II. πάνδημος Ἔρως, κοινός έρωτας, συνηθισμένη αγάπη, αντίθ. προς την πνευματική μορφή (οὐράνιος), σε Πλάτ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδημος: Δωρ. πάνδᾱμος, ον, = πανδήμιος, καὶ παρὰ πεζογράφοις ὁ συνηθέστερος τύπος, βοῦς Σοφ. Αἴ. 175· δημόσιος, κοινός, ἀγὼν Εὐρ. Ἄλκ. 1026· στέγαι ὁ αὐτ. Βάκχ. 227· π. πόλις, στρατός, ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς πόλεως, τοῦ στρατοῦ, Σοφ. Ἀντ. 7, Αἴ. 844· π. χάρις, καθολική, γενικὴ χάρις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· δόξα Πολύβ. 32. 11, 8· δεῖπνον Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 60. - Ἐπίρρ. -μως = πανδημεί, Κλήμ. Ἀλ. 617. ΙΙ. π. Ἔρως, ὁ κοινός, συνήθης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν πνευματικώτερον (οὐράνιος), Πλάτ. Συμπ. 180Ε κἑξ., Ξεν. Συμπ. 8. 9· οὕτω, π. Ἀφροδίτη, Venus vulgivaga, Πλάτ. αὐτόθι 181Α, κτλ., πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 7. 1· π. ἐραστὴς Πλάτ. αὐτόθι Συμπ. 181Ε, 83Ε· οὕτω καί, π. μουσική, ἡ κοινή, ἡ τοῦ ὄχλου μουσική, Ἀθήν. 632Β.

Middle Liddell

I. of or belonging to all the people, public, common, Soph., Eur.; π. πόλις, στρατός the whole body of the city, of the army, Soph.
II. π. Ἔρως, common, vulgar love, as opp. to the spiritual sort (οὐράνιοσ), Plat., Xen.

English (Woodhouse)

public