πρεσβύτης

English (LSJ)

A [ῠ], πρεσβύτητος, Dor. πρεσβύτας, πρεσβύτατος, ἡ, age, seniority, Test.Epict.4.28, 6.29: opp. νεότας, prob. rest. in IG5(1).1427.5 (Messene).
B [ῡ], ου, ὁ, prose form of πρέσβυς 1, Hp.Aër.10 (pl.), Th.3.67 (pl.), Arist.EN1157b14 (pl.), etc.; the sixth of the seven ages, Hp.Hebd.5; also in Trag. and Com., E.Ph.847, Ar.Eq.525, Nu.358; πατέρα π. Κρόνον A.Eu.641; ἀνὴρ πρεσβύτης Ar.Ach.707, Antipho 4.1.6; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Pl.R.608c, etc.; of animals, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Arist.HA629b28:—fem. πρεσβῦτις, πρεσβύτιδος, A.Eu.731, 1027, E.Hec.842, Pl.Hp.Ma.286a, Theopomp. Com.78; πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin.3.157; πρεσβύτης ἄνθρωπος Lys.1.15.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ (vgl. πρέσβυς), der Alte; Κρόνος, Aesch. Eum. 611; Eur. Phoen. 854; χαῖρ' ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές, Ar. Nubb. 359; u. in Prosa: ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος, Plat. Rep. X, 608 c; παῖδές τε ὄντες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται, Legg. III, 687 a, u. öfter; Xen. Conv. 4, 17; Folgende.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ancien, vieux ; ὁ πρεσβύτης, vieillard;
NT: ambassadeur.
Étymologie: πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβύτης -ου, ὁ [πρέσβυς] oude man:; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος de tijd van kind tot oude man Plat. Resp. 608c; met een ander subst. oud:. ἔδησε πατέρα πρεσβύτην hij sloeg zijn oude vader in de boeien Aeschl. Eum. 641.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβύτης: ου (ῡ) adj. m
1 древний (Κρόνος Aesch.);
2 старый (λέων Arst.).
ου ὁ
1 старик, старец (παῖδες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται Plat.);
2 страдающий пресбиопией (возрастной дальнозоркостью) (ὁ μύωψ καὶ ὁ π. Arst.).

Spanish

anciano

English (Strong)

from the same as πρεσβύτερος; an old man: aged (man), old man.

English (Thayer)

πρεσβύτου, ὁ (πρέσβυς (see πρεσβεύω)), an old Prayer of Manasseh, an aged man: R. V. marginal reading) regard the word as a substitute for πρεσβευτής, ambassador; see Lightfoot s Commentary at the passage; WH's Appendix, at the passage; and add to the examples of the interchange πρεσβευτεροις in Wood, Discoveries at Ephesus, Appendix, Inscriptions from the Great Theatre, p. 24 (Euripides, Xenophon, Plato, others; the Sept. for זָקֵן.)

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. πρεσβύτις, -ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ
γέρος, γριά
αρχ.
1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά
2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι γέροντες, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -της / -τις πιθ. κατά το πολίτης.
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος δενδρόβιων πιθήκων της ΝΑ Ασίας.
(III)
-ητος, και δωρ. τ. πρεσβύτας, -ατος, ή, Α πρέσβυς
η πρεσβυτική ηλικία, τα γηρατειά.

Greek Monotonic

πρεσβύτης: [ῡ], -ου, ὁ, = πρέσβυς I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. πρεσβύτις, -ιδος, ηλικιωμένη γυναίκα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβύτης: [ῡ], ου, ὁ, ὁ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει τύπος τοῦ πρέσβυς Ι, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Εὐρ. Φοίν. 847, Ἀριστοφ. Ἀχ. 707, Ἱππ. 525, Νεφ. 358· πατέρα πρ. Κρόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρ. ἀνὴρ Ἀντιφῶν 125. 39· ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Πλάτ. Πολ. 608C, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 6· ― θηλ. πρεσβῦτις, ιδος, γυνὴ προβεβηκυῖα τὴν ἡλικίαν, ἡλικιωμένη, γραῖα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 731. 1027, Εὐρ. Ἑκ. 842, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286Α· πρεσβῦτις γυνὴ Αἰσχίν. 76. 4· πρ. ἄνθρωπος Λυσ. 93. 7· πρβλ. πρέσβυς. ΙΙ. ἄνθρωπος βλέπων μακράν, ὡς συνήθως οἱ γέροντες, πρεσβῦται, ἀντίθετον τῷ μύωψ. Ἀριστ. Προβλ. 31. 25, 1.

Middle Liddell

πρεσβύ¯της, ου, ὁ, = πρέσβυς I, Aesch., etc.]

Chinese

原文音譯:presbÚthj 普雷士畢帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的
字義溯源:老年人,一個老人,(有)年紀的;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)。比較: (γῆρας)=年老,老年
出現次數:總共(3);路(1);多(1);門(1)
譯字彙編
1) 年紀的(1) 門1:9;
2) 老年人(1) 多2:2;
3) 一個老人(1) 路1:18

Léxico de magia

anciano ref. a Helios ἧκε μοι ... ὁ πρωίας νεαρὸς καὶ ὀψὲ π., ὁ τὸν ὑπὸ γῆν διοδεύων πόλον καὶ πυρίπνεος <ἀνατέλλ>ων ven a mí, el joven por la mañana y por la tarde anciano, tú que recorres el polo bajo tierra y surges respirando fuego P I 33

Lexicon Thucydideum

senex, old man, 3.67.3.

Translations

old man

Abkhaz: аҭаҳмада; Ainu: ヘンケ; Albanian: plak; Alutor: ынпыӄлавул; Arabic: شَيْخ, عَجُوز; Egyptian Arabic: عجوز; Armenian: ծերունի, ծերուկ, պառավ; Aromanian: mosh, bitãrnu, aush, tot, pap; Azerbaijani: qoca, qoca kişi, ağsaqqal; Bashkir: ҡарт; Basque: agure; Belarusian: стары, дзед, старац, старык; Bulgarian: старец, дядо; Burmese: အဘိုးကြီး, အဘိုးအို; Chinese Dungan: лохан; Mandarin: 老漢, 老汉, 老頭兒, 老头儿, 老人; Czech: stařec; Danish: olding; Darkinjung: ngarrombai; Esperanto: maljunulo, oldulo; Estonian: vanamees, ätt; Evenki: этыркэн; Finnish: ukko, äijä, jäärä, vanha mies; French: vieillard, vieil homme, vieux, vieux monsieur; Galician: vello, ancián, vellote, vedraño; Georgian: მოხუცი; German: Greis, Alter, alter Mann, Väterchen; Greek: γέρος, γέροντας; Ancient Greek: γέρων, πελλᾶς, πρεῖγυς, πρέσβυς, πρεσβύτας, πρεσβύτης; Hindi: बूढ़ा; Hungarian: öregember; Ilocano: lakay; Indonesian: pak tua; Ingrian: äijä, ukko, starikka; Irish: seanduine, seanfhear; Italian: vecchio; Japanese: お爺さん, 親父, 親爺, 老爺, 爺, 老人; Kaingang: kófa; Kazakh: қарт, шал, қария, ақсақал; Khmer: អ្នកចាស់; Kikuyu: mũthee; Korean: 노인(老人), 할아버지, 로인(老人); Kurdish Central Kurdish: پیرەمێرد; Northern Kurdish: pîremêr; Kyrgyz: абышка, чал, карыя, аксакал, карт; Latin: senex, vetulus; Latvian: vecis; Ligurian: vêgio; Lithuanian: senis, senelis, senukas; Macedonian: старец; Malayalam: വയസ്സൻ, വൃദ്ധൻ, വയോധികന്; Manchu: ᠮᠠᡶᠠ; Maore Comorian: ɓakoko; Mon: လ ထဴ; Mongolian Cyrillic: өвгөн; Nanai: мапа; Ndzwani Comorian: ɓako; Ngarrindjeri: yandiorn; Ngazidja Comorian: mndru-mɓaye; Nivkh: ӿемар; Nogai: карт; Northern Ohlone: húntáts; Norwegian Bokmål: gamling, olding; Ojibwe: akiwenzii; Persian: پیرمرد; Polish: starzec, staruszek, dziadek, stary; Portuguese: velho, idoso, velhote; Quechua: awki, machu, macu, aukin; Romanian: moș; Russian: старик, старичок, дед, дедушка, старец, пожилой человек; Scots: bodach; Scottish Gaelic: bodach; Serbo-Croatian Cyrillic: ста̏рац; Roman: stȁrac; Shor: апшый; Sidamo: geercho; Slovak: starec; Slovene: starec; Somali: duq, oday; Sorbian Lower Sorbian: źěd; Southern Altai: абышка, таада; Spanish: viejo; Swahili: mzee; Swedish: gubbe; Tajik: мӯйсафед, куҳансол, пир, пирамард; Taos: łùłiʼína; Tatar: карт; Telugu: వృద్ధుడు; Thai: ชายชรา, ตาแก่, ลุง, แปะ, อากง; Turkish: ihtiyar; Ugaritic: 𐎌𐎁; Ukrainian: старий, старик, дід, старець; Urdu: بوڑھا; Uzbek: chol, qariya, keksa, moʻysa-fid; Vietnamese: ông già; Welsh: henwr, hynafgwr; Yagara: bud dair; Yiddish: אַלטער