πρηστήρ
English (LSJ)
πρηστῆρος, ὁ, (πρήθω)
A hurricane or waterspout attended with lightning (Placit.3.3.1, Arist.Mete.371a16, Chrysipp.Stoic.2.203, Epicur. Ep.2p.47U., Lucr.6.424,445), πρηστήρων ἀνέμων Hes.Th.846; θαλάσσης τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δ' ἥμισυ π. Heraclit.31; βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42; τυφῷ καὶ πρηστῆρι Ar.Lys.974; ὁ… νεὼς τῆς Ἀθηνᾶς ἐνεπρήσθη π. ἐμπεσόντος X.HG1.3.1; πρηστὴρ χθόνιος = tornado, Arist.Mu.395a10; πρηστῆρες καὶ κεραυνοί Thphr. Ign.1.
2 ὀμμάτων δ' ἄπο αἱμοσταγεῖς πρηστῆρες οἴσονται κάτω / ὀμμάτων δ' ἄπο αἱμοσταγῆ πρηστῆρε ῥεύσονται κάτω = whirlwinds of bloody tears will bear down from the eyes, E. Fr.384.
II pair of bellows, πρηστῆρος αὐλός Placit.2.20.1, 2.25.1: pl., A.R.4.777.
III pl., veins of the neck when swollen by anger, Poll.2.134, Hsch.
IV a kind of serpent, whose bite is poisonous, Dsc.4.37, Philum.Ven.19, Ael.NA6.51.
German (Pape)
[Seite 700] ῆρος, ὁ, feuriger Wetterstrahl, Blitzstrahl, Gewitter; Hes. Th. 846; πυρός, Coluth. 52; a. sp. D., wie Gemin. 3 (Plan. 30); βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεισπίπτουσιν, Her. 7, 42; Arist. Meteorol. 3, 1; ὁ νεὼς ἐνεπρήσθη, πρηστῆρος ἐμπεσόντος, da der Blitz eingeschlagen hatte, Xen. Hell. 1, 3, 1; vgl. Plut. de plac. phil. 3, 3. – Auch heftiger Sturmwind, Orkan, μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι, Ar. Lys. 974; Lycophr. 1018; χθόνιος, ein aus der Erde aufsteigender Wirbelwind, Arist.; vgl. auch Plut. a. a. O.; übtr. nennt Ap. Rh. 4, 777 die Blasebälge πρηστῆρες; – Wasserhose, übh. angeschwollener, reißender Strom; von Thränen, Eur. frg. Thes. 1. – Nach Poll. 2, 134 heißen die Adern am Halse, welche im Zorn aufschwellen, πρηστῆρες. – Bei Diosc. eine giftige Schlangenart, deren Biß Entzündung und Geschwulst verursacht.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 ouragan avec accompagnement de foudre et d'éclairs;
2 serpent dont la morsure produit une inflammation ou une enflure.
Étymologie: πίμπρημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρηστήρ -ῆρος, ὁ [~ πρήθω, ~ πίμπρημι] orkaan:; πρηστήρων ἀνέμων orkaanwinden Hes. Th. 846; bliksem:. βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι donderslagen en bliksems overvielen hen Hdt. 7.42.2.
Russian (Dvoretsky)
πρηστήρ: ῆρος adj. похожий на вихрь, ураганный (ἄνεμοι Hes.).
ῆρος ὁ
1 вихрь, ураган, смерч (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες Her.);
2 удар молнии: ὁ νεὼς ἐνεπρήσθη πρηστῆρος ἐμπεσόντος Xen. храм сгорел от попадания молнии;
3 поток слез (ὀμμάτων ἄπο Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πρηστήρ: ῆρος, ὁ (πίμπρημι, πρήθω) θύελλα μετὰ κεραυνῶν, ὁρμητικὸς ἀνεμοστρόβιλος κατερχόμενος ὡς τυφὼν (Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 104, Lucret. 6. 423 κἑξ.), πρηστήρων ἀνέμων Ἡσ. Θ. 846· βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεισπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42· τυφῷ καὶ πρηστῇρι Ἀριστοφ. Λυσ. 974· πρ. ἐμπεσόντος Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 1· ― ὡσαύτως, ῥεῦμα ἀέρος ἰσχυρὸν ἐξ ὑπογείων σπηλαίων, Διογ. Λ. 7. 154. 2) μεταφορ., ὁρμητικὰ δάκρυα, χείμαρρος δακρύων, Εὐρ. Ἀποσπ. 388. ΙΙ. φυσητήρων ζεῦγος, φῦσαι τῶν χαλκέων, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 777. ΙΙΙ. πρηστῆρες, αἱ φλέβες τοῦ τραχήλου ὅταν ἐκ τῆς ὀργῆς ἐξογκῶνται, Πολυδ. Βϳ, 134, Ἡσύχ. IV. εἶδος ὄφεως, οὖ τὸ δῆγμα δηλητηριῶδες, Διοσκ. Θηρ. 13, Αἰλ. π. Ζ. 6. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρηστήρ· σφοδρὸς ἄνεμος. και ὄφεώς τι εἶδος, καὶ τὰς ἐκ πλαγίου τοῦ τραχήλου ἡμῶν φλέβας πρηστῆράς φασιν. ἢ πῦρ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ».
Spanish
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.)
2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες
α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών
β) οι φλέβες του λαιμού, ιδίως οι καρωτίδες, όταν φουσκώνουν από οργή
3. είδος φιδιού του οποίου το δήγμα είναι δηλητηριώδες
4. μτφ.
χείμαρρος, ποταμός δακρύων («ὀμμάτων ἄπο αἱμοσταγῆ πρηστῆρε ῥεύσονται κάτω», Ευρ.)
5. φρ. «πρηστὴρ χθόνιος»
α) ανεμοστρόβιλος
β) ισχυρό ρεύμα αέρα προερχόμενο από υπόγεια σπήλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι «πυρπολώ, φουσκώνω» + επίθημα -(σ)τήρ. Η παρουσία του -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. βραστήρ)].
Greek Monotonic
πρηστήρ: -ῆρος, ὁ (πρήθω), τυφώνας, ανεμοστρόβιλος, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ῆρος, ὁ (=θύελλα μέ κεραυνούς, ἀστραπόβροντο). Ἀπό τό πρήθω → πίμπρημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ huracán producido por la divinidad αἰνῶ σε, ὁ θεὸς τῶν θεῶν, ..., ὁ τοὺς πρηστῆρας ἀνάγων te alabo a ti, el dios de los dioses, el que levanta los huracanes P IV 1159 ὁρκίζω σε τὸν τῶν αὐχενίων γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα te conjuro por el que abrasó a los soberbios gigantes con huracanes P IV 3059
Translations
whirlwind
Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان; Persian: گردباد; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt