φτιάχνω

Greek Monolingual

φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν
κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. τακτοποιώ, σιάζω, διορθώνω, επισκευάζω (α. «φτειάχνει μόνος του το κρεβάτι του» β. «να σού φτειάξω λίγο το φουστάνι»)
2. συνεκδ. βελτιώνω («τα νέα κυβερνητικά μέτρα δεν πρόκειται να φτειάξουν την κατάσταση»)
3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («όλη τη μέρα κάτι φτειάχνει»)
4. (αμτβ.) διορθώνομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω («έφτειαξε από τότε που παντρεύτηκε»)
5. μέσ. φτ(ε)ιάχνομαι
α) καλλωπίζομαι («πάντοτε φτειάχνεται, προτού βγει»)
β) πίνω, μεθώ
γ) (για τοξικομανή) παίρνω τη δόση μου και, γενικά, βρίσκομαι υπό την επήρεια ναρκωτικών
δ) εκνευρίζομαι, οργίζομαι
ε) (ιδιωμ.) αποκαθίσταμαι επαγγελματικά, γίνομαι πλούσιος
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φτ(ε)ιαγμένος, -η, -ο
α) φτειαχτός
β) νοθευμένος («φτειαγμένο κρασί»)
γ) πιωμένος, μεθυσμένος
δ) (για τοξικομανή) αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών
ε) εκνευρισμένος, εξοργισμένος
7. φρ. α) «του τήν έφτειαξαν» — τον εξαπάτησαν
β) «τά φτειάχνω»
i) συντάπτω ερωτικές σχέσεις με κάποιον
ii) συμφιλιώνομαι με κάποιον
γ) «τι φτειάχνεις;» τί κάνεις; είσαι καλά;
8. παροιμ. «ξέρει η μάνα μου να φτειάσει πίτα, μόνο αλεύρι δεν έχει» — λέγεται όταν κάποιος γνωρίζει να κάνει κάτι, αλλά δεν έχει τα αναγκαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φτειάχνω έχει προέλθει από το ρ. εὐθειάζω με μια γενίκευση της αρχικής σημ. «ισιώνω» στη σημ. «επισκευάζω» και στη συνέχεια «κατασκευάζω» και με τις ακόλουθες φωνολογικές μεταβολές: εὐθειάζω > φθειάζω (με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος, πρβλ. εὐθηνός > φτηνός) > φθειάνω (κατά τα ρ. σε -νω) > φτειάνω (με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων f και θ, πρβλ. φθάνω: φτάνω) > φτειάχνω (κατά τα ρ. σε -χνω, σχηματισμένα από θ. αόρ., πρβλ. διώχνω, σιάχνω). Παρλλ. απαντούν και τ. φχιάνω και φκιά(χ)νω καθώς και απλοποιημένες γρφ. τών τ. αυτών με -ι-].