ἐπίδειξις

English (LSJ)

Ion. ἐπίδεξις, ἐπιδείξεως, ἡ,
A showing forth, making known, τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο became notorious, Hdt.2.46.
2. exhibition, display, demonstration, τῆς δυνάμεως Th.6.31; ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι, of a military demonstration, Id.3.16; ἓν τοῦτ' ἦν τῆς ἐπιδείξεως showing off, Pl. Grg.447c: generally, ἐπίδειξιν ποιήσασθαι ᾗ.. exhibit how... Id.Phd.99d; ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι come to display oneself to one, Ar.Nu.269; ἡ ἐπίδειξις (sc. τοῦ κάλλους) X.Mem.3.11.2; ἐπίδειξιν ποιήσασθαι τῆς σοφίας Arist.Pol.1259a19.
3. esp. λόγων ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι = show one's eloquence D.18.280: abs., set speech, declamation, Th.3.42; ἐπίδειξιν ποιήσασθαι Pl.Grg. 447c, cf. Isoc.4.17, 5.17: pl., SIG577.53 (Milet., iii/ii B.C.), 775.3 (Delph., i B.C.).
b. name of a trireme at Athens, IG22.1623.144.
4. proof, Men.161.2 (pl.), PTaur.1.1 vii 7 (pl., ii B.C.), etc.
II. example, ἐπίδειξις Ἑλλάδι an example to Greece, E.Ph.871; ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς.. give a sign or give a proof that... Aeschin.1.47.

German (Pape)

[Seite 935] ἡ, ion. ἐπίδεξις, das Aufweisen, Vorzeigen, zur Schau Stellen, Probe; αἵ θ' αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Έλλάδι Eur. Phoen. 871, ein Beweis von der Strafe der Götter; Xen. Mem. 3, 12, 1; ἀνδρῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππων, Truppenschau, Cyr. 8, 6, 15; vgl. Thuc. 6, 31; τὴν πονηρίας ποιούμενος Dem. 25, 50; – bes. ein Vortrag, mit dem man seine Gelehrsamkeit od. Beredsamkeit zeigen will, ποιεῖσθαι, einen solchen Vortrag halten, Plat. Gorg. 447 c; ἠκηκόειν παρὰ Προδίκου τὴν πεντηκοντάδραχμον ἐπίδειξιν Crat. 384 b; λόγων καὶ φωνασκίας Dem. 18, 280; – Beweis, τῶν ἄλλων τὴν ἐπίδειξιν ἡμῖν εἰς αὖθις ἀπόθεσθον Plat. Euthyd. 275 a; ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι, beweisen, Phaed. 99 d Soph. 217 e; bei Thuc. 3, 16 eine militairische Demonstration machen; ἐπίδειξιν λαμβάνειν, eine Prüfung anstellen, Plut. Sert. 14; – τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο, es kam zur Kenntniß der Menschen, Her. 2, 46.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 exhibition : ἔρχεσθαί τινι εἰς ἐπίδειξιν AR se laisser voir à qqn ; fig. ἐς ἐπίδεξιν (ion.) ἀνθρώπων ἀπικέσθαι HDT en venir à être connu des hommes, devenir notoire en parl. d'un événement;
2 en mauv. part étalage, ostentation ; particul. discours d'apparat, déclamation;
3 preuve, en gén. spécimen, exemple : λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιήσασθαι DÉM donner un spécimen de son talent de parole ; preuve : χρηστότητος PLUT de bonté.
Étymologie: ἐπιδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδειξις: ион. ἐπίδεξις, εως ἡ
1 показывание, показ: ἔρχεσθαί τινι εἰς ἐπίδειξιν Arph. явиться кому-л., предстать перед кем-л.; ἐς ἐπίδειξιν ἀνθρώπων ἀπικέσθαι Her. дойти до сведения (всех) людей, стать общеизвестным; ἐπίδειξίν τινος ποιεῖσθαι Dem. или παρέχειν Plut. выказывать (обнаруживать) что-л.; αὐτῷ ἓν τοῦτ᾽ ἦν τῆς ἐπιδείξεως Plat. для него (т. е. Горгия) это было одним из средств блеснуть (своим искусством);
2 доказательство, образец, пример: λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιεῖσθαι Dem. показать свое красноречие; ἐ Ἑλλάδι Eur. (несчастье Эдипа - ) пример для (всей) Эллады;
3 смотр (ἀνδρῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππων καὶ ἁρμάτων Xen.);
4 воен. демонстрация, показ (τῆς δυνάμεως ἔς τινα Thuc.): παρὰ τὸν Ἰσθμὸν ἀναγαγόντες ἐπίδειξιν ἐποιοῦντο Thuc. проведя свой флот у Истма, (афиняне) продемонстрировали свои силы (лакедемонянам).

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδειξις) επιδεικνύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιδεικνύωεπίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.)
2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.)
3. φανέρωση, αποκάλυψη μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.
4. η εμφάνιση ξένων πολεμικών πλοίων κοντά ή μέσα στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων κοντά στα σύνορα) για να ασκηθεί εκφοβισμός ή ψυχολογική πίεση («στρατιωτικά γυμνάσια ως επίδειξη δυνάμεως», «ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)
νεοελλ.
φρ. «επίδειξη εγγράφου», «επίδειξη πράγματος» — επίδειξη εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει κάποιος αξιώσεις κατά του κατόχου του πράγματος
αρχ.
1. αγόρευση, εκφώνηση επιδεικτικού ρητορικού λόγου
2. απόδειξη
3. παράδειγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδειξις: Ἰων. ἐπίδεξις, εως, ἡ, τὸ ἐπιδεικνύναι, γνωστὸν ποιεῖσθαι, τοῦτο ἐς ἐπ. ἀνθρώπων ἀπίκετο, ἐγένετο περιβόητον, Ἡρόδ. 2. 46. 2) τὸ παρέχειν τι ὁρᾶν πρὸς ἐπίδειξιν, ἐπίδειξις, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως... ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν Θουκ. 6. 31· ἐπ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ὁ αὐτ. 3 16· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 269, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2· ἐπ. ποιεῖσθαι τῆς σοφίας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 10. 3) ἰδίως, λόγων ἐπ. ποιεῖσθαι Δημ. 319. 9· καὶ ἀπολ., ἀγόρευσις πρὸς ἐπίδειξιν, ἀπαγγελία, Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 447C· ἐπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 44Α, 85D, Πλάτ. Φαῖδρ. 99D, κλ. ΙΙ. παράδειγμα, Λατ. specimen, ἐπίδειξις Ἑλλάδι, παράδειγμα εἰς τὴν Ἑλλάδα, Εὐρ. Φοίν. 871· ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς..., παρέχει σημεῖον ἢ ἀπόδειξιν ὡς…, Αἰσχίν. 7. 23.

Greek Monotonic

ἐπίδειξις: Ιων. ἐπίδειξις, -εως, ἡ (ἐπι-δείκνυμι),·
I. 1. παρουσίαση, επίδειξη, γνωστοποίηση, έκθεση, ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο, έγινε πασίγνωστο, σε Ηρόδ.
2. επίδειξη, παρουσίαση, σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαι, κάνω επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, με στρατιωτική σημασία, στον ίδ.· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι, έρχομαι, προσέρχομαι για να παρουσιάσω, για να επιδείξω τον εαυτό μου σε κάποιον, σε Αριστοφ.
3. επιδεικτικός λόγος, ρητορεία, δημηγορία, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. παράδειγμα, πρότυπο, Λατ. specimen, σε Ευρ., Αισχίν.

Middle Liddell

ἐπιδείκνυμι
I. a showing forth, making known, ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο became notorious, Hdt.
2. an exhibition, display, Thuc.; ἐπ. ποιεῖσθαι to make a demonstration, in military sense, Thuc.; ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι to come to display oneself to one, Ar.
3. a show-off speech, declamation, Thuc., Plat., etc.
II. an example, Lat. specimen, Eur., Aeschin.

English (Woodhouse)

display, example, lesson, show, warning, showing off, speech made for show

Lexicon Thucydideum

demonstratio, display, demonstration, 3.16.1, 6.31.4,
commissio, engagement, battle, 3.42.3 (de oratoribus concerning orators), [nonnulli codd. several manuscripts ἀντίδειξιν].

Translations

exhibition

Armenian: ցուցահանդես; Bashkir: күрһәтеү; Belarusian: паказ; Bulgarian: показване; Czech: výstava; Danish: udstilling; Finnish: näyttely, näytös; Galician: exhibición; Georgian: ჩვენება, გამომჟღავნება, გამოჩენა, დანახვება, გამოვლენა; German: Ausstellung; Greek: επίδειξη; Ancient Greek: ἐπίδεξις, ἐπίδειξις; Hungarian: kiállítás; Irish: taispeántas; Japanese: 展示物; Korean: 전시(展示); Maori: whakakitenga; Persian Dari: نَمَایِش; Iranian Persian: نَمایِش; Portuguese: exibição, exposição; Romanian: exhibiție; Russian: показ; Scottish Gaelic: taisbeanadh; Spanish: exhibición; Swedish: utställning, visning; Tagalog: tanghalan; Ukrainian: показ

demonstration

Armenian: ցուցադրում; Belarusian: дэманстрацыя; Bulgarian: демонстрация; Chinese Mandarin: 示範, 示范, 演示; Danish: demonstration; Dutch: demonstratie, betoog; Esperanto: demonstracio; Finnish: havainnollistaminen, demonstrointi; French: démonstration; German: Demonstration; Ancient Greek: ἐπίδεξις, ἐπίδειξις; Hindi: निरूपण; Irish: taispeántas; Italian: dimostrazione; Japanese: 実証; Kashubian: demónstracjô; Korean: 논증(論證), 론증(論證); Latin: demonstratio; Polish: demonstracja; Portuguese: demonstração; Romanian: demonstrație, demonstrare; Russian: демонстрация, показ; Scottish Gaelic: soilleireachadh; Spanish: demostración, demonstración; Swedish: demonstration; Thai: การสาธิต; Ukrainian: демонстрація