ἐπιθύω

English (LSJ)

(θύω A)
A sacrifice upon, h.Ap.491 (tm.); sacrifice besides or sacrifice after, τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας A.Ag.1504; ἐπὶ δ' ἔθυσα μητέρα E.Or. 562:—Med., Νέρωνι Τάλβαν ἐ. Plu.Galb.14, cf. Marc.29, Artem.1.12.
II. burn incense, LXX 3 Ki.12.33, J.BJ7.3.3, D.S.12.11, 18.61, Porph.Abst.2.59; λιβανωτόν D.S.18.61, v.l. in Ar.Pl.1116: generally, offer on, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D.H.1.40 codd.
ἐπῑθύω,
A rush eagerly at, ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα Od.16.297: c.gen., ἐπιθύουσι βοῶν λίες Euph.35a: c.dat., Opp.C.1.281,385.
2. c.inf., strive vehemently to do a thing, ἐρύσσασθαι.. Τρῶες ἐπιθύουσι Il. 18.175; θυμὸς ἐπιθύει κιθαρίζειν h.Merc.475; δεδαῆσθαι A.R.2.1154; κύσσαι.. στόμα Id.1.1238:—Med., rush upon, flood, Νεῖλος ἐπεθύσατο (sic) αὔλακι γαίης Epic.Anon.in BKT5(1).119. (Prob. a compound of ἰθύω [ῠ], with ῡ metri gr.: taken as ἐπῐ-θύω by Epic.Anon. l.c.)

German (Pape)

[Seite 944] (s. θύω), Weihrauch auf den Altar, ins Feuer werfen, D. Sic. 12, 11. 18, 60; übh. auf dem Altar opfern, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D. H. 1, 40; hinterher, noch dazu opfern, τὸν δ' ἀπέτισεν τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας Aesch. Ag. 1485; im med., τὸ δεύτερον ἐπιθυσάμενος Plut. Marc. 29; Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα Galb. 14. Allgem., opfern, τοῖς θεοῖς Ar. Plut. 1116; D. Hal. 1, 23. – Davon verschieden ist nur episches Wort mit Verlängerung des dadurch Vershebung, weswegen man es auch von ἰθύω ableiten wollte u. die Schol. erkl. ἐπ' εὐθείας ὁρμᾶν, darauf losgehen mit Heftigkeit, anstürmen; οἱ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι Il. 18, 174; ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα Od. 16, 297; αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύων γυάλοισιν Opp. Cyn. 1, 281, vgl. 385. – Übh. heftig begehren, verlangen, c. inf., Ap. Rh. 2, 1154. 3, 354; vgl. auch Man. 2, 340, wo οἷσί τ' ἐπιθύνωσ' ἔργοις in ἐπιθύωσι zu ändern scheint.

French (Bailly abrégé)

11 faire fumer l'encens sur l'autel;
2 sacrifier en outre ou après.
Étymologie: ἐπιθύω.
2s'élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.

Spanish

quemar

Greek Monolingual

(I)
ἐπιθύω (AM)
θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.)
αρχ.
1. θυσιάζω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπιθύομαι
σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.)
3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)
4. γεν. προσφέρω, προσκομίζω ως προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (I) «θυσιάζω»].
(II)
ἐπιθύω (Α)
1. τρέχω με ορμή, σπεύδω κάπου («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ἐπιθύομαι
(για ποταμό) κατακλύζω
3. (με απρμφ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για διαθέσεις) παρορμώ, προτρέπω έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (II) «κινούμαι γρήγορα»].

Greek Monotonic

ἐπιθύω: (θύω Β)·
1. μόνο στον ενεστ., τρέχω με ορμή προς, σε Ομήρ. Οδ.
2. με απαρ., προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν. (ἐπῑ-θῡω, στον Όμηρ.).
• ἐπῐθύω: (θύω Α. I. 3), μέλ. -ύσω [ῡ],
I. θυσιάζω επιπλέον ή κατόπιν προηγουμένης θυσίας, σε Αισχύλ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., Πλούτ.
II. προσφέρω θυμίαμα, λιβάνι πάνω στον βωμό· γενικά, προσφέρω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐθύω:
I (ῡ)
1 возжигать на алтаре, воскурять (λιβανωτὸν τοῖς θεοῖς Arph.);
2 тж. med. (вслед за тем, после) приносить в жертву (τινα τοῖς θεοῖς Diod.; med. τὸ δεύτερον Plut.): τί τινι ἐ. Aesch.; приносить что-л. в жертву после чего-л., т. е. одно убийство искупать другим; ἐπιθύεσθαι Νέρωνι Γάλβαν Plut. вслед за Нероном умертвить Гальбу.
ἐπῑθύω: II (ῡ)
1 устремляться, нападать, ринуться, Hom.;
2 стремиться, добиваться: οἱ δὲ ἐρύσσασθαι Τρῶες ἐπιθύουσι Hom. троянцы же стремятся потащить (в Илион труп Патрокла);
3 перен. рваться, горячо желать (κιθαρίζειν HH).

Middle Liddell

1 [θύω1 I. 3] fut. ύσω
I. to sacrifice besides or after, Aesch., Eur.:—so in Mid., Plut.
II. to offer incense on the altar; generally to offer, Ar.
2 [θύω2] only in pres.,]
1. to rush eagerly at, Od.
2. c. inf. to strive vehemently to do a thing, Il., Hhymn. [ἐπῑ-θύ¯ω in Hom.]

Chinese

原文音譯:qÚw 替哦
詞類次數:動詞(14)
原文字根:獻祭 相當於: (זָבַח‎)
字義溯源:獻祭*,宰,宰殺,殺害,被殺獻上。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (εἰδωλόθυτος / ἱερόθυτος)偶像祭品 2) (θυμίαμα)芬香 3) (θυμιατήριον)燻爐 4) (θυμιάω)煙燻 5) (θυσία)獻祭 6) (θυσιαστήριον)祭壇 7) (θύω / ἐπιθύω)獻祭,宰殺 8) (ἱερόθυτος)獻上為祭
出現次數:總共(14);太(1);可(1);路(4);約(1);徒(4);林前(3)
譯字彙編
1) 宰了(4) 路15:23; 路15:27; 徒10:13; 徒11:7;
2) 獻祭(2) 徒14:13; 徒14:18;
3) 他們獻祭(1) 林前10:20;
4) 你⋯宰了(1) 路15:30;
5) 宰⋯羊羔(1) 路22:7;
6) 獻的祭(1) 林前10:20;
7) 被殺獻上了(1) 林前5:7;
8) 殺害(1) 約10:10;
9) 已經宰了(1) 太22:4;
10) 宰(1) 可14:12

Léxico de magia

quemar como ofrenda c. ac.: gener. plantas aromáticas, como incienso o mirra ἐπιθύων λίβανον ἄτμητον quema como ofrenda incienso sin cortar P I 62 P II 24 P IV 214 P IV 3195 ἐπίθυε λίβανον ἀρσενικόν quema incienso macho P IV 906 P IV 1269 P VII 320 P VII 543 P VII 742 P VII 827 P VIII 58 P LXXVII 24 ἐπιθύσας ἄρμαρα καὶ λίβανον ἄτμητον quema ármara e incienso sin cortar P IV 1990 ἐπίθυε ἐξαιτούμενος ἄρμαρα quema ármara mientras haces la petición P IV 1294 ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα τὰ αὐθεντικά quema las siete sustancias aromáticas, las auténticas P XIII 350 P XIII 357 P XIII 359 P XIII 374 ἐπὰν δὲ ἀπολύσῃς αὐτόν, ... ἐπίθυε αὐτῷ τὰ προκείμενα cuando lo liberes, ofrécele en sacrificio lo prescrito P I 171 ἐπιθύων λίβανον ἐπὶ βωμοῦ καὶ γῆν quema en un altar incienso y tierra P V 394 ἐπιθύων πάλιν τρωγλῖτιν ζμύρναν τῷ αὐτῷ σχήματι quema de nuevo mirra troglitis de la misma manera P I 71 P II 177 ἀγωγὴ ἐπὶ ζμύρνης ἐπιθυομένης encantamiento por medio de un sahumerio de mirra P IV 1496 ἐπὶ βωμὸν γήϊνον, ἐπίθυε ζμύρναν καὶ λίβανον en un altar de hecho de tierra y quema mirra e incienso P V 202 P IV 1839 πρὸ τῆς ἀνακλήσεως αὐτῷ ἐπίθυε δάφνην antes de la invocación ofrece en su honor laurel P III 309 ἐπιθύων ἐπ' ἀνθράκων δρυίνων κοῖφι ἱερατικόν ofrece sobre carbones de encina kifi hierático P VII 538 P V 220 P V 227 ἐπίθυε δὲ μᾶλλον ἐπὶ ξύλων ἀρκευθίνων στύρακα Κρητικόν quema más bien estoraque de Creta sobre leños de enebro P IV 2641 ἐπίθυε εἰς τοὺς ἄνθρακας τοὺς ἀμπελίνους σήσαμον καὶ μελάνθιον ofrece sobre brasas de sarmientos de vid sésamo y comino negro P IV 918 P IV 2895 λαβὼν θεῖον καὶ νειλοκαλάμης σπέρμα ἐπίθυε πρὸς τὴν σελήνην toma azufre y semilla de espadaña y quémalo como ofrenda ante la luna P VII 491 ἐπίθυε τῇ Ἄρκτῳ βρύον βράθυος quema un brote de sabina en honor de la Osa P LXXII 3 ἐπὶ δὲ ἀγωγίμων ἐπίθυε ῥόδα καὶ ῥοῦν para filtros quema rosas y zumaque P IV 2231 animales o partes de animales ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos P XII 213 ἐπίθυσον αὐτῷ ἀλέκτορα ofrécele un gallo en sacrificio P IV 2370 ἀλεκτρυόνα λευκὸν ἄσπιλον καὶ στροβίλους δεξιοὺς δώδεκα ἐπίθυε quema como ofrenda un gallo blanco sin mancha y doce piñas apropiadas P III 694 ἐπίθυε μονόσκορδον καὶ ὄφεως γῆρας para el conjuro de destrucción de carros, quema como ofrenda ajo y la piel de una serpiente P IV 2210 ὅταν δὲ ἀπολύσῃς, ἐπίθυε γῆρας ὄφεως cuando lo liberes, ofrécele una piel de serpiente P XII 159 ἐπίθυε κριοῦ μέλανος ἐγκέφαλον quema como ofrenda los sesos de un carnero negro P II 45 ἐπίθυε δὲ τῷ θεῷ σφάγνον μετὰ αἰλούρου καρδίας καὶ κόπρου ἱππίας ofrece al dios salvia con un corazón de gato y estiércol de caballo P IV 3096 ἐπίθυε ἐπὶ ἀνθράκων καλπασίνων βόλβιθον βοὸς μελαίνης ofrece sobre carbones de madera de lino estiércol de una vaca negra P IV 1438 P IV 1497 c. ac. int. ἐπίθυε δὲ καὶ τὸ σεληνιακὸν ἐπίθυμα quema también la ofrenda a Selene P VII 876 abs. ἐπιθύσας ἐπὶ γηίνου θυμιατηρίου ἐπ' ἀνθράκων ἀπὸ ἡλιοτροπίου βοτάνης tras haber hecho la ofrenda en un incensario de barro con carbones de heliotropo P I 63 βωμὸν ὠμὸν στησάμενος ἐγγὺς τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ λύχνου, ἵνα ἐπιθύσῃς τῷ θεῷ levanta un altar de barro sin cocer cerca de la cabeza y de la lámpara, para que ofrezcas sacrificios al dios P I 283 P I 1864 λαβὼν ἱερατικὸν κόλλημα φόρει περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονά σου, ἐν ᾧ ἐπιθύσεις toma una hoja de papiro hierático y llévalo alrededor del brazo derecho mientras realizas la ofrenda P IV 2514 P IV 1285 P IV 1322 P IV 1497 P IV 2521 P IV 2713 P XIII 630 P LXXII 1