ὁπλίτης
English (LSJ)
ὁπλίτου, ὁ, (ὅπλον)
A heavy-armed, armed, ὀπλῖται δρόμοι = mailed races, races of men in armour, races of men in armor, opp. the naked race (v. στάδιον II), Pi.I.1.23; called ὁ ὁπλίτης or simply ὁπλίτης (Dor., Arc. ὁπλίτας) in IG5(1).1120 (Geronthrae, v B. C.), 5(2).550.26 (Lycaeum, iv B. C.), etc. (= τοῦ ὅπλου δρόμος, Paus.6.13.1), cf. ὁπλιτοδρομέω; ἀνὴρ ὁπλίτης, ὁπλίτης ἀνὴρ A.Th.717, E.Supp.585, etc.; ὁπλίτης στρατός = an armed host, Id.Heracl.800; ὁπλίτης κόσμος = warrior-dress, armor, armour, ib.699.
II mostly as substantive, ὁπλίτης, ὁ, hoplite, heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a pike (δόρυ) and a large shield (ὅπλον), Ἀθηναίων οἱ στρατηγοὶ καὶ.. οἱ ὁ. IG12.116.25; ὁπλῖται, opp. ψιλοί, Hdt.9.30, Th. 1.106; opp. γυμνῆτες, Hdt.9.63; opp. ἱππεῖς, Pl.R. 552a; opp. τοξόται, Id.Criti.119b; to be a ὁπλίτης implied the possession of full civic rights, hence οἱ ὁπλίται, opp. οἱ βάναυσοι, Arist.Pol.1326a23; and, in oligarchical states, opp. ὁ δῆμος, ib.1305b33.
German (Pape)
[Seite 359] ὁ, schwer bewaffnet, in voller, schwerer Rüstung; δρόμοι, Pind. I. 1, 23; ἀνήρ, Aesch. Spt. 699; bes. subst., der Schwerbewaffnete, Eur. oft, Her. und sonst in Prosa, oft im Gegensatz von ψιλός, wie Her. 9, 30, von γυμνῆτες, 9, 63; von ψιλός Thuc. 1, 106. 4, 125; Plat. im Gegensatz von ἱππεύς Rep. VII, 552 a, von τοξόται Critia. 119 b; Folgde. Sie führen die große Lanze, δόρυ, und den großen Schild, ὅπλον, von dem sie benannt sind, wie πελταστής nach dem kleinen Schilde, πέλτη.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 adj. m. armé;
2 ὁ ὁπλίτης hoplite ou soldat d'infanterie pesamment armé.
Étymologie: ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλίτης: ου ὁ тяжеловооруженный воин, гоплит (в вооружение которого входили: δόρυ копье, ξίφος меч, ἀσπίς длинный щит, κράνος шлем, θώραξ броня, κνημῖδες поножи) (οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ψιλοί Thuc.; μήτε ἱππεὺς μήτε ὁ., ὁπλῖται καὶ γυμνῆτες Plat.).
ὁπλίτης: ου (ῑ) adj. m
1 тяжеловооруженный (ἀνήρ Aesch.; στρατός Eur.);
2 состоящий в вооружении, военный, боевой (κόσμος Eur.);
3 совершаемый в полном вооружении (δρόμος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὅπλον) ὁ βαρέως ὡπλισμένος, ἔνοπλος, δρόμος ὁπλ., δρομικὸς ἀγὼν ἀνδρῶν ὡπλισμένων, φορούντων πανοπλίαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δρόμον τῶν γυμνῶν (ἴδε ἐν λ. στάδιον ΙΙ), Πινδ. Ι. 1. 32· καλεῖται ὁ αὐτ. καὶ ἁπλῶς ὁπλίτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1587, (τοῦ ὅπλου δρόμος Παυσ. 6. 13, 1)· πρβλ. ὁπλιτοδρομέω· ὁπλ. ἀνὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 717, Εὐρ. Ἱκέτ. 585, κτλ.· ὁπλ. στρατός, ὡπλισμένη στρατιωτικὴ δύναμις, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 800· ὁπλ. κόσμος, ἱματισμὸς τοῦ ὁπλίτου, πανοπλία, αὐτόθι 699. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ὁπλίτης, ὁ, ὁ βαρέως ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων δόρυ καὶ μεγάλην ἀσπίδα (ὅπλον), ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα, ὡς ὁ ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης (πελταστὴς) ὠνομάσθη ἐκ τῆς πέλτης, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: τὸ ὁπλῖται ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ψιλοί. Ἡρόδ. 9. 30, Θουκ. 1. 106· πρὸς τὸ γυμνῆτες, Ἡρόδ. 9. 63 πρὸς τὸ ἱππεῖς, Πλάτ. Πολ. 552Α· πρὸς τὸ τοξόται, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β· τὸ νὰ εἶναί τις ὁπλίτης σημαίνει ὅτι κατέχει πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα ὅθεν οἱ ὁπλῖται ἀντιτίθενται πρὸς τοὺς βαναύσους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6· καὶ ἐν ὀλιγαρχικαῖς πολιτείαις πρὸς τὸν δῆμον, αὐτόθι 5. 6, 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁπλίτης, θηλ. ὁπλῑτις)
νεοελλ.
1. στρ. απλός στρατιώτης, άνδρας που ανήκει στην κατώτατη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν κατά το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό
μσν.
ένοπλος στρατιώτης
αρχ.
1. πολεμιστής βαριά εξοπλισμένος ο οποίος έφερε δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα, σε αντιδιαστολή προς τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῖς ὁπλίτησι και ψιλοῖσι», Ηρόδ.)
2. αυτός που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή προς τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», Αριστοτ.)
3. συν. στον πληθ. οἱ ὁπλῖται
οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι προς αυτά, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. ως επίθ. αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος, οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», Ευρ.)
5. φρ. α) «ὁπλίτης στρατός» — οπλισμένη στρατιωτική δύναμη
β) «ὁπλίτης κόσμος» — τα όπλα, τα άρματα
γ) «ὁπλίτης δρόμος» — η οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης / -ῖτις)].
Greek Monotonic
ὁπλίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὅπλον),
I. βαριά οπλισμένος, αρματωμένος, δρόμος ὁπλιτῶν, αγώνας δρόμου αντρών που φορούν πανοπλία, σε αντίθ. προς το δρόμος τῶν γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν στρατός, εξοπλισμένο στράτευμα, στον ίδ.
II. ως ουσ., ὁπλίτης, ὁ, βαριά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού, άνδρας υπό τα όπλα· κρατούσε μεγάλη ασπίδα (ὅπλον), απ' όπου και η ονομασία, όπως ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού (πελταστής), έλαβε την ονομασία του από την μικρή και ελαφριά ασπίδα πέλτη, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁπλῖται, αντίθ. προς το ψιλοί, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ὁπλῑ́της, ου, ὁ, ὅπλον
I. heavy-armed, armed, δρόμος ὁπλ. a race of men in armour, opp. to the naked race, Pind.; ὁπλ. στρατός an armed host, Eur.; ὁπλ. κόσμος warrior-dress, armour, Eur.
II. as substantive, a heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a large shield (ὅπλον), whence the name, as the light-armed foot-soldier (πελταστής) had his from the light πέλτη, Hdt., Attic; ὁπλῖται are opp. to ψιλοί, Hdt., Thuc.
Wikipedia EN
Hoplites (HOP-lytes) (Ancient Greek: ὁπλίτης) were citizen-soldiers of Ancient Greek city-states who were primarily armed with spears and shields. Hoplite soldiers utilized the phalanx formation to be effective in war with fewer soldiers. The formation discouraged the soldiers from acting alone, for this would compromise the formation and minimize its strengths. The hoplites were primarily represented by free citizens - propertied farmers and artisans - who were able to afford the bronze armour suit and weapons (estimated at a third to a half of its able-bodied adult male population). Hoplites were not professional soldiers and often lacked sufficient military training. Some states maintained a small elite professional unit, known as the epilektoi ("chosen") since they were picked from the regular citizen infantry. These existed at times in Athens, Argos, Thebes, and Syracuse, among others. Hoplite soldiers made up the bulk of ancient Greek armies.
In the 8th or 7th century BC, Greek armies adopted the phalanx formation. The formation proved successful in defeating the Persians when employed by the Athenians at the Battle of Marathon in 490 BC during the First Greco-Persian War. The Persian archers and light troops who fought in the Battle of Marathon failed because their bows were too weak for their arrows to penetrate the wall of Greek shields that comprised the phalanx formation. The phalanx was also employed by the Greeks at the Battle of Thermopylae in 480 BC and at the Battle of Plataea in 479 BC during the Second Greco-Persian War.
The word hoplite (Greek: ὁπλίτης hoplitēs; pl. ὁπλῖται hoplitai) derives from hoplon (ὅπλον, plural hopla ὅπλα), the name for the type of shield used by the soldiers. The shield was more commonly known as an aspis, so the word hopla may refer to the soldiers' weapons or even their full armament. In the modern Hellenic Army, the word hoplite (Greek: oπλίτης) is used to refer to an infantryman.
Wikipedia EL
Ο οπλίτης στην αρχαιότητα, ο στρατιώτης δηλαδή του πεζικού με βαρύ οπλισμό που πολεμούσε σε σχηματισμό φάλαγγας, ήταν ο κατεξοχήν πολεμιστής της κλασικής Ελλάδας. Ήταν βαριά οπλισμένος με δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα. Το όνομα οπλίτης (ὁπλίτης) προέρχεται από την ονομασία της μεγάλης στρογγυλής ασπίδας (ὅπλον).
Για την προστασία του σώματος, αρχικά, οι οπλίτες φορούσαν κωδωνόσχημο θώρακα, ο οποίος λόγω της μονοκόμματης κατασκευής του, περιόριζε σημαντικά την ευκινησία του οπλίτη. Για αυτό, υιοθετήθηκε ο λινοθώρακας, ο οποίος προσέφερε μεγάλη ευκινησία και ποικιλία κινήσεων (απαραίτητη για την εκτέλεση του ωθισμού), καθώς και υψηλά επίπεδα προστασίας. Ο κωδωνόσχημος θώρακας, ήταν μπρούτζινος, ενώ ο λινοθώρακας έφερε ορειχάλκινες φολίδες. Για να προστατεύσουν τα πόδια από τα γόνατα έως τον αστράγαλο, χρησιμοποιούσαν περικνημίδες από ορείχαλκο. Οι ασπίδες των οπλιτών ήταν μεγάλες ( 1 μέτρο διάμετρος), κατασκευασμένες από ξύλο, φέροντας όμως μεγάλη ορειχάλκινη επένδυση. Τα πολεμικά όπλα τους ήταν ένα μακρύ δόρυ 2-3 μέτρα σε ύψος και ένα κοντό ( 40-50 εκ.) σιδερένιο ξίφος.Πολλές φορές, διέθεταν και εφεδρικά ξίφη.
Wikipedia DE
Ein Hoplit (altgriechisch ὁπλίτης hoplítēs, deutsch ‚Schwerbewaffneter‘; von altgriechisch ὅπλον hóplon hier ‚Kriegsgerät, Harnisch, Schild‘) war ein Angehöriger der Haupttruppe der griechischen Heere der archaischen und klassischen Zeit. Daneben spielten andere Gattungen wie Gymneten, Schleuderer, Bogenschützen, Peltasten und Reiter (Hippeis) zumindest seit dem Übergang vom 5. zum 4. Jahrhundert v. Chr. eine bedeutende Rolle.
Hopliten waren im Allgemeinen Bürgersoldaten, also freie Männer, die ihre Ausrüstung aus ihrem Privatvermögen bezahlten und ihrer jeweiligen Polis im Kriegsfall dienten. Anders als in vielen anderen Ländern wurde die Hauptlast der Kämpfe von "einfachen" Bürgern getragen und nicht von einer adeligen Kriegerkaste. Ein Hoplit war damit eine Bezeichnung für einen Bürger, der sich eine solche Ausrüstung wenigstens teilweise leisten konnte, und weniger eine Beschreibung einer Waffengattung (mit den erwartbaren Überlappungen beider Definitionen).
Die Hopliten kämpften in einer geschlossenen Formation, der Phalanx. Wurde eine Seite in die Flucht geschlagen, war die Schlacht meist entschieden, weil viele Kämpfer auf der Flucht ihren schweren Schild wegwarfen. Ein erneuter Kampf ohne den Schild war nicht möglich. (Daher auch die Redewendung: "Komm mit (also siegreich) oder auf deinem Schild (also tot) zurück.") Die Schlachten wurden dadurch verbissener, waren aber wohl auch kürzer und meist eindeutig entschieden. Die Dauer einer Hoplitenschlacht ist nicht sicher bekannt. Antike Quellen sprechen oft von einer langen Dauer, die aber keinesfalls einen ganzen Tag einnahm.
Wikipedia FR
L'hoplite est un fantassin de la Grèce antique, lourdement armé, par opposition au gymnète et au peltaste, armés plus légèrement. Présent dans chaque cité-Etat, il représente le soldat d'élite grec par excellence.
Wikipedia ES
El hoplita era un ciudadano-soldado de las Ciudades-Estado de la Antigua Grecia. Su nombre (del griego antiguo ὁπλίτης, hoplitēs) deriva de hoplon (ὅπλον, plural hopla, ὅπλα), lo que quiere decir «artículo de armamento» o «equipamiento». Era un soldado de infantería pesada, en contraposición al gimneta (griego antiguo γυμνής, gymnếs, «desnudo») y al psilós (griego antiguo ψιλός, psilós, «desnudo» también), soldados de infantería ligera.
Estos soldados aparecieron a finales del siglo VII a.C. Formaban parte de una milicia ciudadana, armada como lanceros. Estos eran relativamente fáciles de armar y mantener, y se pagaban ellos mismos el coste del armamento. Casi todos los griegos conocidos de la Antigüedad clásica lucharon como hoplitas, incluso filósofos y dramaturgos.
Desde la formación de los hoplitas como milicia, no recibieron permanentes ataques y las campañas eran cortas. La excepción eran los guerreros espartanos, que eran soldados especializados, y que tenían en sus estados tierras asignadas a las clases bajas que eran quienes se encargaban de ellas. Los ejércitos marchaban directamente hacia su objetivo. Allí, los defensores podían esconderse tras las murallas de la ciudad; en ese caso los atacantes debían contentarse con hacer estragos en el campo, aunque los primeros también podían decidir encontrarse con ellos en el campo de batalla. Las batallas entonces tendían a ser decisivas. Eran cortas, sangrientas y brutales, por lo que se necesitaba un alto grado de disciplina.
Ambas fuerzas se alineaban en una llanura, con una formación rectangular aproximada, alrededor de ocho filas, aunque esto variaba. Otras fuerzas eran menos importantes; como los hippeis (caballería), que se situaban en los flancos, y tanto la infantería ligera como las tropas que lanzaban proyectiles eran insignificantes. Los hoplitas más conocidos eran los hoplitas espartanos, que eran entrenados desde su niñez en el combate y en la guerra, para convertirlos en una fuerza de ataque superior y excepcionalmente disciplinada.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
gravis armaturae miles, heavy-armed soldier, 1.27.2. 1.29.1. 1.47.2. 1.49.1, 1.49.2. 1.57.6. 1.60.1. 1.61.1. 1.61.4. 1.64.2. 1.105.3. 1.106.2. 1.107.2. 1.113.1. 2.13.6, 2.13.7, 2.20.4. 2.22.2. 2.23.2. 2.25.2. 2.31.2, 2.31.22.33.1. 2.56.2. 2.58.3. 2.66.2. 2.79.1. 2.79.2. 2.3.1. 2.80.2. 2.80.4. 2.87.6. 2.102.1. 3.17.3, 3.18.3. 3.75.1. 3.87.3. 3.91.1. 3.91.3. 3.98.4. 3.100.2. 3.102.4. 3.105.1. 3.107.1. 3.107.3. 3.112.6. 3.114.4. 4.8.7. 4.9.1. 4.9.1. 4.9.2. 4.4.1. 4.13.34.26.7. 4.31.1. 4.31.14.2.1. 4.33.1. 4.33.2. 4.38.5. 4.42.1. 4.47.3. 4.53.1. 4.53.2. 4.54.1. 4.55.1. 4.56.1. 4.67.1. 4.67.5. 4.68.5. 4.70.1. 4.72.1. 4.72.2. 4.72.24.78.1. 4.80.5. 4.90.4. 4.93.3. 4.94.1, 4.100.1. 4.101.3. 4.113.1. 4.2.1. 4.123.4. 4.124.1. 4.124.3. 4.125.2, 4.129.2. 4.129.3. 4.4.1. 5.2.1. 5.2.2. 5.8.4. 5.10.9. 5.12.1. 5.31.4. 5.47.6, 5.49.1. 5.49.15.2.1. 5.52.2. 5.55.4. 5.57.2. 5.57.25.58.1. 5.61.1. 5.75.5. 5.84.1. 5.84.16.7.2. 6.17.5. 6.20.4. 6.22.1. 6.25.2. 6.31.2. 6.31.26.37.1. 6.43.1. 6.58.1. 6.67.2, 6.69.2, 6.70.3. 6.96.3. 6.98.4. 7.1.5. 7.6.2. 7.17.1. 7.17.3. 7.19.3. Ibid. bis. in the same place twice 7.4.1. Ibid. in the same place 5. 20, 7.19.2, 7.25.3. 7.26.1. 7.30.3. 7.31.1. 7.25.2. 7.5.1, 33. 35. 7.37.2. 7.42.1. 7.44.2. 7.50.1. 7.51.2. Ibid. bis. in the same place twice 7.53.3. 7.54.1. 7.58.4. 7.63.1. 7.37.2. 7.64.1. 7.67.2. 7.75.5, 7.77.4. 7.78.2. 8.1.2. 8.23.1. 8.24.2, 8.25.1. 8.24.2. 8.30.2. 8.62.2. 8.65.1. 8.71.2. 8.92.4. 8.92.5. 8.9.1. 10. Ibid. in the same place 93. 8.30.3. 8.100.3. 8.108.4.
Translations
hoplite
als: hoplit; ar: هوبليت; ast: hoplita; az: hoplit; be: гапліты; bg: хоплит; bs: hopliti; ca: hoplita; cs: hoplít; da: hoplit; de: Hoplit; el: οπλίτης; grc: ὁπλίτης; en: hoplite; eo: hoplito; es: hoplita; et: hopliit; eu: hoplita; fa: هوپلیت; fi: hopliitti; fr: hoplite; gl: hoplita; he: הופליט; hr: hoplit; hu: hoplita; id: hoplites; io: hoplito; is: hoplíti; it: oplita; ja: 重装歩兵; jv: hoplites; ka: ჰოპლიტი; kk: гоплит; ko: 호플리테스; la: hoplites; lb: hoplit; lt: hoplitas; lv: hoplīts; mk: хоплит; mr: हॉपलाइट; nl: hopliet; nn: hoplittar; no: hoplitt; oc: oplita;: hoplici; pt: hoplita; ro: hoplit; ru: гоплит; scn: uplita; sco: hoplite; sh: hopliti; simple: hoplite; sk: hoplita; sl: hoplit; sr: хоплити; sv: hoplit; th: ฮอปไลต์; tr: hoplit; uk: гопліти; uz: goplitlar; zh: 古希臘重裝步兵