ὕπαρ
English (LSJ)
τό, indecl. (gen. ὕπαρος, acc. to EM491.30):—
A real appearance seen in a state of waking, waking vision, opp. ὄναρ (a dream), οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕ. no illusive dream, but a (vision of) reality, Od.19.547, 20.90; ἐξ ὀνείρου δ' αὐτίκα ἦν ὕ. Pi.O.13.67; ἵνα ὕ. ἀντ' ὀνείρατος γίγνηται Pl. Plt.278e.
II acc. abs. is used as adverb, in a waking state, awake, ὕ. ἀλλήλοις διαλεγόμεθα Id.Tht.158c, cf. IG42(1).122.133, al. (Epid., iv B. C.); opp. ὄναρ, ἀμφισβήτημα.. περὶ τοῦ ὄναρ τε καὶ ὕ. a question.. about sleeping and waking, Pl.Tht. l. c.; οἷον ὄναρ εἰδὼς.. πάλιν ὥσπερ ὕ. ἀγνοεῖν knowing things in a dream.. not to know them when one awakes, Id.Plt.277d; ὄναρ ἢ ὕ. ζῆν to pass life asleep or awake, Id.R. 476c, cf. Ti.71e; καὶ ὄναρ καὶ ὕ. both sleeping and waking, i.e. both by day and night, always, Hp.Lex4, cf. Democr.174; οὔτε ὄναρ οὔθ' ὕ. neither sleeping nor waking, i.e. not at all, Pl.Phlb. 36e; οὔθ' ὕ. οὔτ' ὄναρ ib.65e, cf. R.382e; καθ' ὕπνον... ἢ καὶ ὕ. ἐγρηγορώς wide awake, Id.Lg.800a; opp.ἐν τοῖς ὕπνοις, Arist.Pr.957a18; ὕ. καὶ μεθ' ἡμέραν, opp. κατὰ τὸν ὕπνον, Plb.10.5.5.
2 ὕπαρ in reality, actually, ἔκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕ. γενέσθαι A.Pr.486; ὕ. ἡ πόλις οἰκήσεται ἀλλ' οὐκ ὄναρ Pl.R. 520c, cf. 574e, 576b, al.—The phrase καθ' ὕπαρ is censured by Phryn.395, and is f.l. for καθ' ὕπνους in Apollod.3.12.5.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
vision qu'on a étant éveillé p. opp. à ὄναρ songe pendant le sommeil : οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ OD non un rêve, mais une réalité litt. une vision réelle ; ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσθαι ESCHL ce qui doit devenir de simples rêves une réalité ; ὄναρ ἢ ὕπαρ PLAT en état de sommeil ou en état de veille ; • adv. en réalité, en fait.
Étymologie: DELG apparenté à ὕπνος.
German (Pape)
τό, indecl., eine wahre, sichtbare Erscheinung im Zustande des Wachens, Gegensatz von ὄναρ (w. m. vgl.), οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ, nicht ein Traumbild, sondern eine wirkliche Erscheinung, nicht Täuschung, sondern Wirklichkeit, Od. 19.547, 20.90; ὕπαρ ἐξ ὀνείρου Pind. Ol. 13.67. – Auch wie ὄναρ, als adv., wachend, in wachem Zustande, eigtl. absol. acc. für καθ' ὕπαρ, Aesch. κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσθαι, Prom. 484; daher in Wahrheit, wirklich, ἵνα ὕπαρ ἀντ' ὀνείρατος ἡμῖν γίγνηται Plat. Polit. 278e, vgl. Rep. VII.520c, IX.574e; ὄντως ἔσται σχεδὸν ὕπαρ ἀποτετελεσμένον Legg. XII.969b; dem κατ' ἐνύπνιον entgeggstzt, Ammian. 1 (XI.150); ὕπαρ τε καὶ ὄναρ, wachend und träumend, Tag und Nacht, zu allen Stunden, und negat., οὔτε ὄναρ, οὔτε ὕπαρ, ganz und gar nicht, niemals, Plat. Phil. 36e, Rep. II.382e; Pol. setzt gegenüber ὕπαρ καὶ μεθ' ἡμέραν dem κατὰ τὸν ὕπνον, 10.5.5; ὕπαρ δὲ καὶ οὐ καθ' ὕπνους S.Emp. adv.log. 1.188.
Russian (Dvoretsky)
ὕπᾰρ:
I (ῠ) τό indecl. явь, действительность: οὐκ ὄναρ, ἀλλ᾽ ὕ. Hom. не сон, а явь; (ὀνείρατα), ἃ χρὴ ὕ. γενέσθαι Aesch. сновидения, которые должны осуществиться наяву.
II adv. наяву, в действительности: οὔτ᾽ ὄναρ οὔθ᾽ ὕ. Plat. ни во сне, ни наяву.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπᾰρ: τό, ἄκλ. (ἀλλὰ γεν. ὕπαρος, κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 491. 30)· ― ὀπτασία ἣν βλέπει τις ἔξυπνος, πραγματικὴ ἢ αἰσθητὴ ἐμφάνισις παρουσιαζομένη ἐν ἐγρηγόρσει, ὅραμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄναρ (ὄνειρον), οὐκ ὄναρ, ἀλλ’ ὕπαρ, οὐχὶ ὄνειρον, ἀλλὰ πραγματικότης, Ὀδ. Τ. 547., Υ. 90· ἐξ ὀνείρου δ’ αὐτίκα ᾖν ὕπαρ Πινδ. Ο. 13. 95· ἔκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 486· ἵνα ὕπαρ ἀντ’ ὀνείρατος γίγνηται Πλάτ. Πολιτ. 278Ε. ΙΙ. ἡ αἰτ. κεῖται ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., ἐν ἐγρηγόρσει, ἐγρηγορτί, ὕπαρ ἀλλήλοις διαλεγόμεθα Πλάτ. Θεαίτ. 158Β· ἀντίθετ. τῷ ὄναρ· ἀμφισβήτημα... περὶ τοῦ ὄναρ τε καὶ ὕ., συζήτησις ἢ ζήτημα περὶ τοῦ κοιμᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν, αὐτόθι· οἷον γὰρ εἰδώς... πάλιν ὥσπερ ὕπ. ἀγνοεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 277D· ὄναρ ἢ ὕ. ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 476C, πρβλ. Τίμ. 71Ε· καὶ ὄναρ καὶ ὕ., καὶ καθ’ ὕπνους καὶ ἐν ἐγρηγόρσει, δηλ. ἡμέρας τε καὶ νυκτός, πάντοτε, Ἱππ. 2. 31, πρβλ. Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 408· οὔτε ὄναρ οὔτε ὕ., οὔτε καθ’ ὕπνον οὔτε ἐν ἐγρηγόρσει, δηλ. οὐδόλως, Πλάτ. Φίληβ. 36Ε· οὔθ’ ὕ. οὔτε ὄναρ αὐτόθι 65Ε, πρβλ. Πολ. 382Β· οὕτω ὄναρ ἢ καὶ ἐγρηγορὼς ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 20Β· καθ’ ὕπνον..., ἢ καὶ ὕ. ἐγρηγορώς, ὅλως ἔξυπνος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 800Α· ὕπαρ καὶ μεθ’ ἡμέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν τοῖς ὕπνοις, Ἀριστ. Προβλ. 30. 14, 4· κατὰ τὸν ὕπνον Πολύβ. 10, 5. 5· ― ἐντεῦθεν, 2) ὕπαρ, πράγματι, ὄντως, ὕπ. ἡ πόλις οἰκήσεται καὶ οὐκ ὄναρ Πλάτ. Πολ. 520C, πρβλ. 574Ε, 576Β, κ. ἀλλ.· ― Παρὰ μεταγεν. εὕρηται καθ’ ὕπαρ 3. 12, 5· οὕτω κατ’ ὄναρ Ἀλκίφρων 3. 59, ― Κατὰ Φώτ.: «ὕπαρ· ἀλήθεια· οὐκ ἐν ὀνείρῳ» καὶ «ὕπαρ…. ὀπτασία, ἀληθής». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρ· τὸ μεθ’ ἡμέραν ὄναρ, ἐν ἡμέρᾳ. οἷον φανερῶς, ἐναργῶς, ἀληθές».
English (Autenrieth)
reality, real appearance as opp. to a dream, Od. 19.547 and Od. 20.90.
English (Slater)
Spanish
Greek Monotonic
ὕπᾰρ: τό, άκλ.,
I. οπτασία, όραμα που βλέπει κάποιος ενώ είναι ξύπνιος, αντίθ. προς το ὄναρ(όνειρο, φαντασίωση), οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ, όχι ψεύτικο, απατηλό όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. 1. η αιτ. χρησιμ. ως επίρρ., σε εγρήγορση, στο ξύπνιο, σε Πλάτ.· ὄναρ ἢ ὕπαρ ζῆν, διέρχομαι, περνώ την ζωή (απο)κοιμισμένος ή ξύπνιος, σε εγρήγορση, στον ίδ.
2. ὕπαρ, πράγματι, όντως, στον ίδ.
Middle Liddell
I. a waking vision, opp. to ὄναρ (a dream), οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ no illusive dream, but a reality, Od.; so Pind., Aesch.
II. the acc. is used as adv., in a waking state, awake, Plat.; ὄναρ ἢ ὕπαρ ζῆν to pass life asleep or awake, Plat.
2. ὕπαρ in reality, actually, Plat.
Frisk Etymology German
ὕπαρ: {húpar}
Grammar: n.
Meaning: indekl. Wahrtraum im Gegensatz zu ὄναρ Trugtraum (τ 547, υ 90), wahre, sichtbare Erscheinung, Wirklichkeit, wacher Zustand, oft als Adv. in wachem Zustand, in Wahrheit, wirklich (Pi., ion. att., Epid. usw.).
Etymology : Urspr. ‘*Schlaf’, Traum; der Gegensatz zu ὄναρ urspr. Trugtraum, dann Traum führte zur Bed. Wahrtraum bzw. Wirklichkeit (Frisk Eranos 48, 131 ff. = Kl. Schr. 361 ff.). — Neben ὕπαρ steht mit altem Stammwechsel ὕπνος (s.d.); der r-Stamm erscheint noch in dem heth. Denominativum šuppar-ii̯a-’schlafen’, in lat. sopor, ebenso in dardischen Formen, z.B. kalasha isprāp Schlaf (Morgenstierne bei Mayrhofer Bibl. Orient. 18, 23 m. A. 2). — Gewöhnlich wird ὕπαρ seit Hermann Gött. Nachr. 1918, 282ff. als Neubildung zu ὑπό erklärt nach dem Gegensatzbegriff ὄναρ, das mit der äolischen Präposition ὀν = ἀνά volksetymologisch verknüpft gewesen sein soll; dagegen Frisk a. O.
Page 2,966
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=ὀπτασία πού βλέπει κανείς ξύπνιος). Ἀντίθετο μέ τό ὄναρ (=ὄνειρο). Ἄκλιτο οὐσιαστικό. Ἔχει μόνο ὀνομ., αἰτ., κλητ. ἑν. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Léxico de magia
τό visión, aparición διατέλει ἀψευδῶς, κύριε, ὕπαρ πάσης πράξεως πρὸς ἐπιταγὴν ἁγίου πνεύματος cumple sin engaño, señor, la visión de cada práctica, de acuerdo con el mandato del sagrado espíritu P III 288