ψαίρω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
only pres., and not in Att. Prose: (v. ψάω): I trans., graze, brush lightly, touch gently, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς . . οἰωνός is ready to skim the path of ether, A.Pr.396; rub, scrape gently in washing, Eun.VSp.486B. II intr., move lightly or quiver, flutter, palpitate, of an irregular pulse and the like, Hp.Mul.2.120: hence, rustle, murmur, of the rustling of leaves in the breeze, Luc. Trag.315; of stars, twinkle, Nic.Th.123. 2 ψαίρειν λέγομεν τὸ ἱστίον ὅταν ἐλαφρῶς διαπνέηται Hsch. s.v. διαψαίρουσι.
German (Pape)
[Seite 1389] 1) eigtl. streichen, streicheln, reiben, schaben. – 2) gew. intrans., von jeder leichten, sanften Bewegung und dem dadurch erweckten Geräusch; daher bes. von dem Säuseln, Zittern der im Winde bewegten Blätter, säuseln, flüstern; nach Schol. Eur. Phoen. 1399 war ψαίρει τὸ ἄρμενον ein Schifferausdruck, ὅταν μὴ πολὺς ἄνεμος πνέῃ; u. ähnl. erkl. es Galen. u. Erotian. bei Hippocr., wie Schol. Ar. ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν; überh. schwanken, sich schwankend hin und her bewegen, ἀλλὰ λιγὺ ψαίρει κείνου περὶ δέρμα πίτυς Luc. Tragodop. 314; – ψαίρειν οἶμον αἰθέρος, hinsäuseln durch die Aetherbahn, Aesch. Prom. 394.
Greek (Liddell-Scott)
ψαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ οὐχὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· (ἴδε ψάω)· Ι. μεταβατ., ψαύω ἐλαφρῶς, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς... οἰωνός, ἐγγίζει, ψαύει τὸν αἰθέρα, Αἰσχύλ. Πρ. 394· πρβλ. τρίβειν οἶμον· ― τρίβω ἐλαφρῶς πλύνων, Εὐνάπ. σ. 77. ΙΙ. ἀμετάβ., κινοῦμαι ἐλαφρῶς, πάλλω, τινάσσομαι, ἐπὶ ἀνωμάλου σφυγμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Ἱππ. 643. 45., 655. 54· ἐντεῦθεν, ποιῶ θόρυβον, ὡς τὸ ψιθυρίζω, ἐπὶ τῶν φύλλων κινουμένων καὶ τριβομένων πρὸς ἄλληλα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Λουκ. Τραγῳποδ. 315· ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ἀστέρων, Νικ. Θηρ. 123. (Πιθανώς διαλεκτικὸς τύπος τοῦ σπαίρω, ἀσπαίρω, πρβλ. Ψψ. ΙΙ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ψαίρει· τινάσσει, ῥιπίζει», καί, «ψαίρειν· ἀσθενῶς τι ποιεῖν».
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 intr. faire un bruit léger;
2 tr. toucher légèrement, effleurer, raser.
Étymologie: ψάω.
Greek Monolingual
Α
(μόνον στον ενεστ.)
1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά
β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση
2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά
β) (για φύλλα) θροΐζω
γ) (για σφυγμό) πάλλω
δ) (για άστρο) λαμπυρίζω
ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ ἱστίον ὅταν ἐλαφρῶς διαπνέηται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψαίρω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς με συμφυρμό τών ψήω/ψῆν «τρίβω και σκουπίζω» και σαίρω «σαρώνω, σκουπίζω»].