θώρακας
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ θώραξ, Α επικ. και ιων. τ. θώρηξ και αιολ. τ. θόρραξ)
1. μετάλλινο ή δερμάτινο περίβλημα που προφύλασσε το στήθος και τα νώτα τών πολεμιστών
2. το μέρος του σώματος που καλύπτεται από τον θώρακα, το τμήμα του κορμού του ανθρώπου και τών σπονδυλωτών, γενικά, το οποίο περικλείει μέσα σε στερεά οστέινα τοιχώματα τους πνεύμονες και την καρδιά
νεοελλ.
1. η επένδυση πυροβολείου, πολεμικού πλοίου, αυτοκινήτου κ.ά. χώρων ή οχημάτων με μεταλλικές πλάκες ή ελάσματα για προφύλαξη από τα βλήματα
2. εντομολ. το αμέσως μετά την κεφαλή μέρος του σώματος τών εντόμων
αρχ.
1. στηθόδεσμος
2. έπαλξη τείχους, αμυντικό προτείχισμα, θωράκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., παρά το γεγονός ότι η ονομ. πληθ. torake μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή. Κατά μία εικασία πρόκειται για δάνεια λ., οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινής προελεύσεως με τη λατ. δάνεια λ. lorica «θώραξ». Κατ' άλλη εικασία, συνδέεται με το αρχ. ινδ. dhāraka-«δοχείο». Αρχική είναι η σημασία «πανοπλία». Κατ' επέκτασιν, θώραξ ονομάστηκε και το τμήμα του σώματος που προφυλασσόταν απ' αυτόν. Ως ιατρ. όρος η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ιπποκράτη.
ΠΑΡ. θωρακίζω, θωρακικός, θωράκω(ν), θωρακίτης
αρχ.
θωρακείο, θωρακίς, θωρήσσω
νεοελλ.
θωρακωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θωρακοφόρος
αρχ.
θωρακοειδής, θωρακοζώνη, θωρακοποιός, θωρακοπώλης
μσν.
θωρακοφορία
νεοελλ.
θωρακεκτομή, θωρακοβάρις, θωρακογράφος, θωρακοδίδυμος, θωρακοδρόμων, θωρακοκέντηση, θωρακομετρία, θωρακοπλαστική, θωρακοσκοπία, θωρακοστομία, θωρακόστρακα, θωρακοτομία, θωρακοφρεγάτα. (Β' συνθετικό) στενοθώραξ
αρχ.
ακροθώραξ, αργυροθώραξ, γυαλοθώραξ, ισχυροθώραξ, λευκοθώραξ, λινοθώραξ, μακροθώραξ, ορσοθώραξ, σιδηροθώραξ, χαλκ(ε)οθώραξ, χρυσοθώραξ
νεοελλ.
ημιθώραξ, πνευμο(νο)θώραξ, προθώραξ, στενοθώρακος].