διάκριση

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM διάκρισις) διακρίνω
διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα
νεοελλ.
1. διαφορά
2. επίγνωση, συναίσθηση
3. διακριτικότητα, ευπρέπεια
4. προτίμηση
5. αντίληψη διαφοράς
6. πληθ. διακρίσεις
δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους διαφοράς χρώματος, φύλου, κοινωνικής τάξης, θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων
7. φρ. α) «στη διάκριση κάποιου» — στην εξουσία κάποιου, στο δικαίωμα του να αποφασίσει
β) «τιμητική διάκριση» — τιμητικό έπαθλο, τιμητικό βραβείο
επιβράβευση
γ) «διάκριση εξουσιών» — κατανομή των εξουσιών μεταξύ τών τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής)
δ) «διάκριση σημαίας» — η πράξη περιορισμού της ελευθερίας του εμπορίου με παρέμβαση του κράτους ώστε να εξαναγκαστεί ο φορτωτής να επιλέξει για τη μεταφορά του φορτίου πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία του κράτους αυτού
αρχ.-μσν.
1. το χάρισμα της προφητείας
2. απόφαση, κρίση
3. ιατρική διάγνωση
4. ερμηνεία οιωνών ή ονείρων
5. διαφοροποίηση
6. έκκριση
7. μάχη, αγώνας
8. (για σκύλους) η απόσταση ανάμεσα στα μάτια.