Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θέρμη

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμη Medium diacritics: θέρμη Low diacritics: θέρμη Capitals: ΘΕΡΜΗ
Transliteration A: thérmē Transliteration B: thermē Transliteration C: thermi Beta Code: qe/rmh

English (LSJ)

also θέρμᾰ (q.v.), ἡ,

   A heat, Hp.VM19, LXXSi.38.28, Act.Ap.28.3; τῆς θ. when it is hot, Olymp.in Mete.98.20; feverish heat, Pherecr.158, Pl.Tht.178c (θερμά codd.), Arist.Pr.862a18: Pl., Hp. Epid.7.51, Th.2.49, Arr.An.2.4.8.    II θέρμαι, αἱ, hot springs, IG14.455 (Catana), cf. 1055: name of a town in Sicily, Plb.1.24.4.    2 hot baths, POxy.473.5 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, Wärme, Hitze, Thuc. 2, 49; im plur. von Fieberhitze, ὁ π υρετός Tim. lex., vgl. Luc. D. Mar. 11; Arr. An. 2, 4 u. A. Die neuen Attiker schrieben θέρμα, Lob. zu Phryn. 331; αἱ θέρμαι, warme Bäder, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμη: ἡ, (θερμὸς) θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· πυρετώδης ζέστη, πυρετός, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 90, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Ἀριστ. Προβλ. 1. 23, κτλ.· ὡσαύτως, ἱδρὼς, Ἀρρ. Ἀν. 2. 27· πρβλ. θέρμα. ΙΙ. θέρμαι, αἱ, θερμαὶ πηγαί, Λατ. thermae, Συλλ. Ἐπιγρ. 5694, 5809· ― ὄνομα πόλεώς τινος ἐν Σικελίᾳ, Πολύβ. 1. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chaleur, chaleur de fièvre.
Étymologie: θερμός.

English (Strong)

from the base of θέρος; warmth: heat.

English (Thayer)

(and Θερμα; cf. Lob. ad Phryn., p. 331 (Rutherford, New Phryn., p. 414)), θέρμης, ἡ, heat: Thucydides, Plato, Menander, others.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέρμη, Α και θέρμα)
1. θερμότητα, ζέστη
2. υπερβολική θερμότητα του σώματος, υψηλός πυρετός
3. στον πληθ. οι θέρμες
θερμά λουτρά
νεοελλ.
1. οξεία προσβολή ελώδους πυρετού, ελονοσία («τον τόπο μας τον ταράζουν οι θέρμες»)
2. ζωηρότητα, ζήλος, ζέση
(«υποστηρίζει με θέρμη τη γνώμη του»)
αρχ.
πληθ. αἱ θέρμαι
α) συγκρότημα αιθουσών που προορίζονταν για δημόσια λουτρά, ανάπαυση και κοινωνική δραστηριότητα
β) ονομασία πόλης στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμή, θηλ. του επιθ. θερμός, με αναβιβασμό τόνου. Η λ. θέρμη εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη μορφή -θερμος.
ΠΑΡ. αρχ. θερμίζω, θέρμω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θερμοβότανο, θερμολογώ, θερμολοίμη. (Β' συνθετικό) άθερμος, ένθερμος].