κρασί
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
το (Μ κρασίον και κρασίν και κρασί)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται κυρίως με ζύμωση του γλεύκους σταφυλιών, οίνος
νεοελλ.
1. φρ. α) «κρασί γιοματάρι» — κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε
β) «κρασί σώσμα» — κρασί από βαρέλι που κοντεύει να τελειώσει
γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως ευχή ή ως απάντηση σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες
δ) «έβαλε νερό" στο κρασί του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^
ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το κρασί» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί
2. παροιμ. «κρασί σέ πίνω για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό κρασί, κακό κεφάλι» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίν < κρασίον < κρᾶσις, με μεταπλασμό αναλογικό προς τα ουδέτερα οξύτονα πιεῖν, φαγεῖν, τυρίν, ψωμίν, τα οποία έχουν ανάλογη χρήση και σημασία (πρβλ. και ἅλας (τὸ) < τοὺς ἅλας, κατά τα ουδ. ουσ. τὸ ὄξος, τὸ ἔλαιον, τὸ πέπερι). Η λ. κρασί (< κρᾶσις «ανάμιξη, ανάμιξη κρασιού με νερό») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με νερό, τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. κρασί προήλθε μεν από το ουσ. κρᾶσις, όχι όμως με σημ. «ανάμιξη οίνου με νερό», αλλά με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «μέτρο οίνου, ορισμένη ποσότητα οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει κρασί (πρβλ. την ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη της βυζαντινής λ. κρασοβόλι(ν) από «ποτήρι» σε «κρασί»). Αυτή η άποψη δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, διότι η ανάμιξη του οίνου δεν ήταν πάντα ορισμένη. Η λ. κρασί(ν) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. οἶνος, πιθ. διότι η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «λέξη ταμπού» (πρβλ. και ὕδωρ: νερό), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο κρασί, τη θεία κοινωνία. Η λ. οἶνος διατηρήθηκε μέχρι σήμερα κυρίως ως α' συνθετικό (πρβλ. λ. οινοποιία) καθώς και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. (πρβλ. ποντ. όιναρ).
ΠΑΡ. μσν. κρασίτσιν
μσν.- νεοελλ.
κρασάκι, κρασάτος, κρασώνομαι
νεοελλ.
κρασάς, κρασίλα, κράσος, κρασούρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κρασοποτηράς, κρασοπωλείον
μσν.- νεοελλ.
κρασοβόλι(ον), κρασοπατέρας, κρασοπινάς, κρασοπούλος
νεοελλ.
κρασοβάρελο, κρασοβρεξιά, κρασοκανάτα, κρασοκανάτας, κρασοκατάνυξη, κρασοκερνώ, κρασολάσπη, κρασομεθώ, κρασόνερο, κρασοπότηρο, κρασοπότης, κρασοπότι, κρασοποτίζω, κρασοπουλειό, κρασοπουλώ, κρασοστάφυλο, κρασοσφούγγαρο, κρασοτάσι. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κουμαρόκρασο, μηλόκρασο, ξιδόκρασο, ξινόκρασο, παλιόκρασο, σταφιδόκρασο.