οἰνάνθη

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνάνθη Medium diacritics: οἰνάνθη Low diacritics: οινάνθη Capitals: ΟΙΝΑΝΘΗ
Transliteration A: oinánthē Transliteration B: oinanthē Transliteration C: oinanthi Beta Code: oi)na/nqh

English (LSJ)

ἡ, (οἴνη A)

   A inflorescence of the grape-vine, Ar.Ra.1320, Thphr.CP3.14.8, etc. ; = ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς, Suid. ; also, of the wild vine, Vitis silvestris, Thphr.HP5.9.6, Dsc.1.46,5.4, Plin.HN12.132, Gp.5.51 ; bloom on the grape, metaph., γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν the time of ripeness which softly brings forth the grape-bloom, Pi.N.5.6, cf. Chaerem.12 (pl.).    II in Poets, generally, vine, χλωρὸν οἰνάνθης δέμας S. Fr.255.4, cf. E.Ph.231 (lyr.), Ar.Av.588 ; Λεσβίης νέκταρ οἰνάνθης Call.Fr.115.    III Dropwort, Spiraea Filipendula, a plant with a smell like the vine, Cratin.98, Arist.HA549b33, Thphr.HP6.8.1, Dsc.3.120, Plin.HN21.65.    2 a bird, perh. wheat-ear, Saxicola oenanthe, Arist.HA633a15.    3 a salve, Asclep. ap. Gal.13.540, cf. 10.550.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάνθη: ἡ, (οἴνη) ἡ, ὁ πρῶτος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου, ἡ κάλυξ, ἥτις περικλείει τὸ φύλλον καὶ τὸ ἄνθος, Λατιν. pampinus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8, κτλ.· ἑρμηνευόμενον παρὰ τοῦ Σουΐδ. ὡς «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς ἀμπέλου», ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀμμωνίου, «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων ἐξάνθησις», πρβλ. Ἡσύχ. 2) τὸ ἄνθος τῆς σταφύλης, Γεωπ. 5, 51. 3) παρὰ ποιηταῖς καθόλου, ἡ ἄμπελος, χλωρὸν οἰνάνθης δέμας Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 231, Ἀριστοφ. Ὄρν. 588, Βάτρ. 1320· Λεσβίης νέκταρ οἰνάνθης Καλλ. Ἀποσπ. 115. 4) ὁ χνοῦς ὁ ἐπὶ τῶν τρυφερῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων, τὸ «χνοῦδι», καὶ κατὰ μεταφοράν, αἱ πρῶται λεπτόταται τρίχες τοῦ γενείου, οὔπω γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν, «θέλει οὖν λέγειν ὅτι οὔπω καιρὸν τοῦ γενειάσκειν ἔχων, οἰνάνθην γὰρ κατὰ μεταφορὰν τὸν ἴουλον εἴρηκε, τουτέστι τὴν πρώτην τῶν γενειάδων ἀνάφυσιν … ὁ δὲ νοῦς, οὔπω ἐν τῇ γενειάδι δεικνὺς τὴν ἁπαλὴν ὥραν καὶ ὀπώραν, τουτέστιν οὔπω γενειάσκων» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 5. 11. ΙΙ. τὸ ἄνθος τῆς ἀγρίας ἀμπέλου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἡδύ τι ἔλαιον παρήγετο (ἔλαιον οἰνάνθινον) ὡς καὶ εἶδος οἴνου, Διοσκ. 1. 56. ΙΙΙ. φυτόν τι ὅμοιον τῇ ἀμπέλῳ, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1. IV. πτηνόν τι, ἴσωςοἰνάς, Motacilla ἢ Saxicola oenanthe, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bourgeon de vigne.
Étymologie: οἴνη, ἄνθος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰνάνθη, δωρ. τ. οἰνάνθα)
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα, με 30 περίπου είδη, συνήθως υδροχαρή, ορισμένα από τα οποία είναι δηλητηριώδη, όπως το είδος κροκώδης, που περιέχει στη ρίζα του την τοξική ουσία οινανθοτοξίνη
2. ζωολ. γένος πτηνών
(μσν-αρχ.)
1. το άνθος του σταφυλιού
2. πρώτος βλαστός της αμπέλου
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς ἀμπέλου»
4. (κατά τον Αμμών.) «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων ἐξάνθησις»
5. το άνθος της άγριας αμπέλου από το οποίο παρασκευζόταν ευώδες έλαιο, το οινάνθινον
αρχ.
1. ο οίνος που παρασκευαζόταν από την άγρια άμπελο
2. (ποιητ.) η άμπελος
3. φυτό όμοιο με την άμπελο
4. αποδημητικό πτηνό, ίσως η οινάς
5. είδος κολλυρίου
6. ονομασία φαρμακευτικής αλοιφής
7. μτφ. στον πληθ. αἱ οἰνάνθαι
οι πρώτες λεπτότατες τρίχες στο γένι τών εφήβων, επειδή μοιάζουν με τις πρώτες λεπτές και τριχοειδείς εκφύσεις της αμπέλου, ο ίουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴνη «άμπελος» + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. αμπελ-άνθη. Η λ. με τις νεοελλ. της σημασίες είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oenanthe].