οίκηση

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἴκησις) οικώ
1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση
2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ξένη οικοδομή ή ξένο διαμέρισμα ως κατοικία
αρχ.
1. τάφος
2. φωλιά ζώου, πτηνού
3. το κατοικημένο τμήμα χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῑσθαι ταύτην ἄρκτον», Αριστοτ.)
4. (για πόλη) διοίκηση, διακυβέρνηση («περὶ πόλεως οἰκήσεως», Πλάτ.)
5. σύνολο διάσπαρτων συνήθως οικημάτων ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν οργανωθεί σε πόλεις, συνοικισμός («τῶν τὴν μεσόγαιαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ πρότερον ἀεὶ οἰκήσεις», Θουκ.)
6. οικογένεια, νοικοκυριό.