πηλός
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
(Dor. πᾱλός Sophr.32, Cerc.3.3, IG5(1).1447.16 (Messene, iii/ii B. C.)), ὁ, Syrac. ἡ Phryn.38 :—
A clay, earth, used by masons and potters, Hdt.2.36, 136, Ar.Av.1143, Th.2.76, Pl.Tht.147a, Plb.15.35.2; πηλὸν ὀργάζειν Eup.248, S.Fr.482, cf. 510, 787, Ar.Av.839; π. ἠχυρωμένος clay mixed with chaff for use as mortar, IG22.463.42, cf. 5(1)l.c., LXXGe.11.3; εὐώδεϊ πηλῷ, of earth on which wine has been poured, Tryph.349; Βρομιώδεα π. φύρησαν . . Χάριτες, of a drinkingcup, AP11.27 (Maced.): metaph., clay from which man was made: hence ὁ π. ὁ Προμηθεῖος, of man, Call.Fr.87, cf. 133, Ar.Av.686; ἐκ ποίου πηλοῦ πεφύρητ' εἰδότα Herod.2.29. 2 mud, mire, Hdt.2.5, 4.28, Ar.V.248, Th.2.4, Pl.R.363d, etc.: prov., ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα A.Ch.697; κάσις πηλοῦ ξύνουρος, i. e. dust, Id.Ag.495: metaph., ἀνέρες ὧν τὸ κέαρ παλῶ σέσακται Cerc. l.c. II Poet., thick or muddy wine, lees, S.Fr.783; of wine spilt on the floor, Plu.2.463a, Charito 1.3; cf. Πηλεύς fin. III metaph., dolt, blockhead, Com. Adesp.890.
German (Pape)
[Seite 610] ὁ (palus), auch bei den Doriern unverändert π ηλός, Thon, Lehm, aus dem der Maurer u. Töpfer arbeitet; lutum; Her. 2, 136; auch erweichter Schlamm, Koth, Morast, 4, 28; ἔξω κομίζων ὀλεθρίο υ πηλοῦ πόδα, Aesch. Ch. 686, der auch den Staub nennt πηλοῦ κάσις, Ag. 481; Soph. frg. 432; Ar. Vesp. 248. 257; in Att. Prosa: πηλὸς ὁ τῶν χυτρέων, Plat. Theaet. 147 a; auch ὑγροῦ, Phaed. 111 d; καὶ ῥύπος, Parm. 130 c; Folgde, wie Pol.; auch im plur., 3, 79, 9. – Die Weinhefe, der Bodensatz, Soph. fr. 928; s. die Erklärer zu Ath. IX, 383 c; bei sehr späten Dichtern gradezu = οἶνος, Tryphiod. 349, vgl. Wernicke. – Eust. führt auch ἡ πηλός an.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 boue, fange;
2 argile, terre glaise ; mortier : πηλὸς ἠχυρωμένος ou τετριχωμένος PLUT mortier mélangé de paille, torchis.
Étymologie: πήγνυμι.
Spanish
English (Strong)
perhaps a primary word; clay: clay.
English (Thayer)
πηλοῦ, ὁ, from Aeschylus and Herodotus down;
a. clay, which the potter uses (mud (wet 'clay'): John 9:6,11, 14f.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α
1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων
2. η λάσπη που σχηματίζεται από το νερό της βροχής ή από αυλάκι που ξεχειλίζει
3. η ύλη από την οποία, σύμφωνα με τη Βίβλο, κατασκευάστηκε ο άνθρωπος
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο — πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο— και υδροξείδια του σιδήρου
2. φρ. α) «πυρίμαχος πηλός» — πηλός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες
β) «μέθοδος μαλακού πηλού» — μέθοδος μηχανοποιημένης απομίμησης τών χειροποίητων οπτοπλίνθων, τών τούβλων
γ) «μέθοδος σκληρού πηλού» — μέθοδος παραγωγής οπτοπλίνθων
δ) «ασβεστούχος πηλός» — βλ. ασβεστούχος
αρχ.
1. είδος αργιλώδους γης που χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι
2. πήλινο ποτήρι
3. πηχτό ή θολό κρασί, κατακάθι
4. (για πρόσ.) ηλίθιος, βλάκας
5. φρ. «ἔξω κομίζω πηλοῡ πόδα» — βγαίνω απ' τις δυσκολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. palus «έλος, τέλμα» και το ρ. palleo «είμαι πελιδνός, κάτωχρος» (πρβλ. πελιός). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. squālus «καλυμμένος με πηλό» και το αρχ. σλαβ. kalŭ «πηλός», ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο που συνδέεται με το πλίνθος και το λιθουαν. bala «τέλμα, έλος». Ο τ., τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. «πάσκος
πηλός» οδήγησε ορισμένους να αναγάγουν τη λ. σε αμάρτυρο τ. πάσ-λος].