προσδοκία

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκία Medium diacritics: προσδοκία Low diacritics: προσδοκία Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Transliteration A: prosdokía Transliteration B: prosdokia Transliteration C: prosdokia Beta Code: prosdoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A looking for, expectation, whether in hope or fear, but more commonly fear,    1 c. gen., μέλλοντος κακοῦ, δεινῶν, Pl.La.198b, Ti.70c; π. τοῦ μέλλοντος Arist.PA669a21; τὸν φόβον ὁρίζονται π. κακοῦ Id.EN1115a9: in good sense, π. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν X.Cyr.1.6.19 (pl.); τῆς ἀσφαλείας ἔχειν π. D.18.281; π. μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ Pl.Smp.194a; τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, i.e. the fulfilment of the expectations raised, Aeschin.2.178.    2 abs., τῶν ὑποκειμένων π. καὶ τῶν ἐλπίδων D.19.24; αἱ ἔσχαται π. D.S.20.78.    3 folld. by a conjunction, προσδοκία οὐδεμία (sc. ἦν) μὴ ἐπιπλεύσειαν Th.2.93; π. οὔσης μή τι νεωτερίσωσιν Id.5.14; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . Id.7.12; π. ἐμποιεῖν ὡς . . Isoc.8.6.    4 with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Th.6.63; κατὰ τὴν π. Pl.Sph.264b; opp. παρὰ προσδοκίαν, which is used of a kind of joke freq. in Com., e.g. ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ—χίμεθλα (where πέδιλα was expected), Demetr.Eloc.152, Hermog.Meth.34, Tib. Fig.16: generally, τὸ παρὰ π. ἐξαπίναιον Phld.Herc.1251.19.

German (Pape)

[Seite 756] ἡ, Erwartung, Vermuthung, Hoffnung od. Furcht; κακοῦ, Plat. Prot. 358 d, wie δέος erkl. wird προσδοκία μέλλοντος κακοῦ, Lach. 198 b; κατὰ τὴν προσδοκίαν, ἣν ἐφοβήθημεν, Soph. 264 b; δεινῶν, Tim. 70 c; προσδοκίας ἔχειν, Conv. 194 a; αἱ προσδοκίαι, den ἐλπίδες entsprechend, Dem. 19, 24; Sp., wie Pol., bes. Furcht; στεφάνου, Hoffnung auf den Kranz, Ep. ad. 313 a (Plan. 54).

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκία: ἡ, τὸ προσδοκᾶν, περιμένειν, ἐπ’ ἐλπίδι ἢ μετὰ φόβου, ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ φόβου, 1) μετὰ γεν., μέλλοντος, κακοῦ, δεινῶν, θανάτου Πλάτ. Λάχ. 198Β, Τίμ. 70C, πρβλ. Σοφιστ. 264Β· πρ. τοῦ μέλλοντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 5· τὸν φόβον ὁρίζονται· πρ. κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 3. 6, 2· ἔχειν πρ. τῆς ἀσφαλείας Δημ. 319. 9· πρ. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19· πρ. μεγάλην ἔχειν ὠς εὖ ἐροῦντός τινος Πλάτ. Συμπ. 194Α· τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, δηλ. τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν διεγερθεισῶν προσδοκιῶν, Αἰσχίν. 52. 10. 2) ἀπολ., τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων Δημ. 348. 23· αἱ ἔσχαται πρ. Διόδ. 20. 78. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, προσδοκία ἦν μή... ἢ μὴ οὐ... Θουκ. 2. 93., 5. 14· ὡσαύτως, προσδοκίαν παρέχειν ὡς... ὁ αὐτ. 7. 12· πρ. ἐμποιεῖν ὡς... Ἰσοκρ. 159Ε. 4) μετὰ προθέσεων, πρὸς προσδοκίαν, κατὰ τὴν προσδοκίαν, Θουκ. 6. 63· οὕτω, κατὰ πρ. Πλάτ. Σοφιστ. 264Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ προσδοκίαν, ὅπερ εἶναι σχῆμα ῥητορικόν, ὅταν ἄλλο προσδοκᾷ νὰ ἀκούσῃ ὁ ἀκροατὴς καὶ ἄλλο λέγηται, ὡς ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ ― χίμεθλα (ἔνθα περιέμενέ τις νὰ ἀκούσῃ πέδιλα) Δημήτρ. Φαληρ. 152, Ρήτορες (Walz) 8. 544, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attente (d’un bien ou d’un mal) : προσδοκία ἦν μή THC on craignait que ; μὴ οὐ THC on craignait que… ne pas ; πρὸς τὴν προσδοκίαν THC selon l’attente, comme on s’y attendait.
Étymologie: προσδοκάω.

English (Strong)

from προσδοκάω; apprehension (of evil); by implication, infliction anticipated: expectation, looking after.

English (Thayer)

προσδοκίας, ἡ (προσδοκάω), from Thucydides and Xenophon down, expectation (whether of good or of evil): joined to φόβος (Plutarch, Ant. 75: Demetr. 15) with a genitive of the object added (Winer's Grammar, § 50,7b.), τοῦ λαοῦ (genitive of subject), the expectation of the people respecting Peter's execution, Acts 12:11.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσδοκῶ
1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή
2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» — αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς
νεοελλ.
φρ. «δικαίωμα προσδοκίας»
(νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας του δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο δεν είναι κεκτημένο, αλλά είναι αβέβαιο, βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση
αρχ.
το να περιμένει κανείς κάτι με φόβο κι αγωνία («ἀποψυχούντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένη», ΚΔ).