προσοφείλω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A owe besides or still, ἔτι πολλά Th.7.48; διακόσια τάλαντα Plu.Alex.15; π. σοι ἄλλας χάριτας X.Cyr.3.2.16, cf. D.3.31, 23.89, IG22.1623.54; τὸ λοιπὸν ὃ προσοφείλεις μοι PHib.1.63.14 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.150.17 (iii B.C.), OGI90.13 (Rosetta, ii B.C.), etc.: abs., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν D.27.38 (divisim):— Pass., to be still owing, ὁ προσοφειλόμενος μισθός Th.8.45, cf. SIG410.18 (Erythrae, iii B.C.); ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων the hatred which was still due from the Aeginetans to the Athenians, i.e. their ancient feud, Hdt.5.82 (v.l. for προοφ-). II to be behindhand, Plb.38.8.6.
German (Pape)
[Seite 775] (s. ὀφείλω), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προσοφειλόμενον φόρον μετίει, Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; δισχίλια γὰρ τάλαντα ἤδη ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προσοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προσοφειλόμενον μισθόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχθρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, v. l. προοφειλομένη, s. oben; – προσοφείλειν γέλωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; χάριν, Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
Greek (Liddell-Scott)
προσοφείλω: μέλλ. -ήσω, ὀφείλω ἔτι ἢ προσέτι, πολλὰ Θουκ. 7. 48· διηκόσια τάλαντα Πλουτ. Ἀλέξ. 15· πρ. τινι χάριν Ξεν. Κυρ. 3. 2, 16, πρβλ. Δημ. 37. 7., 650. 23· - ἀπολ. προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Δημ. 825. 19· - Παθ., ὁ προσφειλόμενος μισθός, ὁ ἔτι ὀφειλόμενος, Θουκ. 8. 45· οὕτως, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, ἡ ἔχθρα ἥτις ὠφείλετο ἔτι παρὰ τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δηλ. ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἀρχαία ἔχθρα, Ἡρόδ. 5. 82 (διάφ. γραφ. προύφ-, πρβλ. προοφείλω). ΙΙ. μένω ὀπίσω, ὑστερῶ, ὑπολείπομαι, ὁ δὲ... ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας ἐν τῇ πορφυρίδι καὶ τῇ πανοπλίᾳ βάδην, ὥστε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, ὑπολείπεσθαι, Πολύβ. 39. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
devoir en outre, être encore redevable de, acc. ; Pass. rester dû.
Étymologie: πρός, ὀφείλω.
English (Strong)
from πρός and ὀφείλω; to be indebted additionally: over besides.
English (Thayer)
to owe besides (see πρός, IV:2): σεαυτόν, i. e. besides what I have just asked of thee thou owest to me even thine own self, since it was by my agency that thou wast brought to faith in Christ, Thucydides, Xenophon, Demosthenes, Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
Α
1. οφείλω, χρωστώ σε κάποιον κάτι ακόμη («διακόσια τάλαντα προσοφείλειν», Πλούτ.)
2. υστερώ
3. μτφ. χρωστώ επιπρόσθετη ευγνωμοσύνη για μια ακόμη ευεργεσία ή χάρη που μού έγινε («προσοφείλοντές σοι ἄλλας χάριτας», Ξεν.).