κόραξ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A raven, Corvus corax (not in Hom.); πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ 'food for crows', Thgn.833; κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον Pi.O.2.87; ἐπὶ σώματος δίκαν κόρακος . . σταθεῖσα A.Ag.1473(lyr.); κόρακες ὥστε βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν Id.Supp.751 (lyr.); κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. Tim.8; in imprecations, ἐς κόρακας 'go and be hanged', Ar.V.852, 982; βάλλ' ἐς κ. Id.Nu.133; ἀπόφερ' ἐς κ. Id.Pax1221; οὐκ ἐς κ. ἐρρήσετε; ib.500; ἔρρ' ἐς κ. Pherecr.70; πλείτω ἐς κ. Ar.Eq.1314; οὐκ ἐς κ. ἀποφθερεῖ; Id.Nu. 789; ἐς κ. οἰχήσεται Id.V.51; ἐξελῶ σ' ἐς κ. ἐκ τῆς οἰκίας Id.Nu.123; ἐς κ. ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5: as a prophet of bad weather, Arist.Fr.253, Thphr Sign.16, Plu.2.129a, etc.; of fair weather, Arat.1003, Gp.1.2.6, etc.; λευκὸς κ., prov. of something unheard of, AP11.417, Luc.Epigr.43; but white ravens are mentioned by Arist. HA519a6. 2 cormorant, Phalacrocorax carbo, ib.593b18. 3 the constellation Corvus, Arat.449, Ptol.Tetr.27, etc. 4 title of a grade in the mysteries of Mithras, Porph.Abst.4.16. II anything hooked or pointed like a raven's beak, cf. κορώνη 11, 1 engine for grappling ships, Plb 1.22.3, App.BC5.106. b siege-engine, Ph.Bel.100.18, D.S.17.44. 2 hooked door-handle, Posidipp.7, AP11.203, Alex.Aphr.in SE25.17; hook on a machine, Hero Aut. 15.3, Orib.49.4.16, Ath.Mech.36.10, Bito 50.9: generally, hook, Sammelb.1.24 (iii A. D.). 3 instrument of torture, Luc.Nec.11 (s.v.l.). 4 = κατακλείς, Hero Bel.79.11. 5 point of a surgical knife, σμιλαρίου Heliod. ap. Orib.44.10.5; κατιάδος Id. ap. Sch.Orib. 44.14.4. 6 cock's bill, Hsch. III tub-fish (cf. κορακῖνος), Diph.Siph. ap. Ath.8.356a. IV a plaster, Philum. ap. Aët.5.127, Orib.Fr.84. (Cf. κορώνη, Lat. corvus, cornix, etc.)
German (Pape)
[Seite 1485] ακος, ὁ, 1) der Rabe (nach E. M. von κορός, schwarz); Pind. Ol. 2, 96; Aesch. Ag. 1452 Suppl. 732; Her. 4, 15 u. Folgde. – Sehr gewöhnliche Verwünschungsformel ist ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς κόρακας, βάλλ' ἐς κόρακας; auch als heftige Frage, οὐκ ἐς κόρακας; geh zum Henker! eigtl. dein Leib möge unbestattet liegen bleiben u. ein Fraß für die Raben werden; Ar. Vesp. 51. 982 Nub. 789 u. öfter; ἐς κόρακας ἔῤῥειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alexis bei Ath. XIII, 610 e; Sp.; es scheint in dieser Vrbdg nie εἰς gesagt zu sein, vgl. Reisig Conj. Aristoph. p. 252. Aehnlich πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Theogn. 833. – Man schwor auch beim Raben, Ar. Av. 1611. – Sprichwörtlich κόρακα λευκὸν ἰδεῖν, Ep. ad. 60 (XI, 417) u. A.; vgl. Arist. H. A. 3, 12; denn der weiße Rabe ist eine Seltenheit; ἕως κόρακες λευκοὶ γένωνται Ath. VIII, 359 c. – Κόραξι καὶ λύκοις χαριζόμενος Luc. Tim. 8; ἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν S. Emp. adv. rhet. 99. – Auch das Sternbild, der Rabe, Arat. 448. – 2) eine Fischart, wahrscheinlich nach ihrer Farbe benannt, Diphil. bei Ath. VIII, 356 a (vgl. κορακῖνος). – 3) die krumme Spitze am Schnabel des Haushahns, Hesych., u. übh. jede hakenförmige Krümmung; daher – a) ein Belagerungswerkzeug, D. Sic. 17, 44; bei Schiffen gebraucht, ein Enterhaken, Pol. 1, 22, 9; σιδηροῖ, bei Ath. V, 208 d. – b) Ein Haken zum Anziehen der Thür, der Thürk lopfer, κόραξ πυλῶσι Ep. ad. 90 (XI, 203); Posidipp. bei Poll. 7, 111, vgl. 10, 23, κόρακι κρούεται ἡ θύρα. – c) eine Art Halseisen, sonst κύφων, oder ein anderes Marterinstrument, κλοιὸν ἕκαστος αὐτῶν καὶ κόρακα διτάλαντον ἐπικείμενος Luc. Necyom. 11. – Das Wort scheint onomatopoetisch mit κράζω zusammenzuhangen.
Greek (Liddell-Scott)
κόραξ: -ᾰκος, (ὁ, ἴδε ἐν τέλ., λέξις μεθ’ Ὅμηρον, = Λατ. corvus, περικλείων πιθανῶς τόν τε κόρακα, Corvus corax, καὶ τὴν σαρκοβόρον κορώνην, C. coroné· μάλιστα οἱ κόρακες παρ’ Ἀράτ. 231, ὡς οἱ corvi ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 382, εἶναι προφανῶς κορῶναι καρποφάγοι (C. frugilegus)· ἀλλὰ τὰ κατωτέρω παραδείγματα ἀναφέρονται εἰς πτηνὸν ἐσθίον πτώματα (πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31)· ἐπὶ σώματος δίκαν κόρακος… σταθεῖσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1473· κόρακες ὥστε βωμῶν ἀλέγοντες οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 751· παροιμ. ἐπὶ ἐσχάτης καταστροφῆς καὶ ὀλέθρου, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Λουκ. Τίμ. 8· ὅθεν ἐπὶ καταρῶν, ἐς κόρακας (οὐχὶ ὀρθὸν: εἰς κ.) ‘abi in malam rem’, ‘pasce corvos’, «’ςτὸν κόρακα», Ἀριστοφ. Σφ. 852, 982, βάλλ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 133· ἀπόφερ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1221· οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; αὐτόθι 500· ἔρρ’ ἐς κόρακας Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖς» 4· πλείτω ἐς κόρακας Εὔπολ. (;) ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 577· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Ἀριστοφ. Νεφ. 789· ἐς κόρακας οἰχήσεται ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 51· ἐξελαύνειν τινὰ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 123· ἐς κόρακας ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 1. 4. (Αἱ φράσεις αὗται ἐγένοντο οὐχὶ ἐκ τῆς συνηθείας τοῦ νὰ καταλείπωνται τὰ πτώματα τῶν κακούργων ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐκ τοῦ ὅτι κατελείποντο ἄταφα, ὅπερ ἐνομίζετο μεγίστη ἀτιμία παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Ἰλ. Α. 4, κτλ.). ― Ἡ φωνὴ τοῦ κόρακος ἐδείκνυε κακοκαιρίαν κατὰ τοὺς ἀρχαίους, «κόραξ ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς πτέρυγας... ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω», Ἀριστ. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 7. 7, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 16, Πλούτ. 2. 129Α· ― λευκὸς κ., παροιμ. ἐπὶ ἀνηκούστου πράγματος, Ἀνθ. Π. 11. 417, Ἀθήν. 359Ε· ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀριστοτ. μνημονεύει λευκοὺς κόρακας, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 1. 2) ἔνυδρον πτηνὸν μέγα ὡς ὁ πελαργός, ἀλλὰ μετὰ βραχυτέρων ποδῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πιθ. ὁ pelecanus Graculus ἢ pel. carbo (ἂν καὶ ὁ Ἀριστ. ἐνόμιζεν ὅτι ἔκτιζε τὴν φωλεάν του ἐπὶ δένδρων). 3) ὁ ἀστερισμὸς κόραξ, corvus, Ἄρατ. 448. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἀγκιστροειδὲς ἢ ὀξὺ ὡς τὸ ῥάμφος τοῦ κόρακος, πρβλ. κορώνη ΙΙ, 1) μηχάνημά τι, δι’ οὗ συνηρπάζοντο τὰ πλοῖα, περιγραφόμενον διὰ μακρῶν ὑπὸ Πολυβ. 1. 22, πρβλ. Μοσχίωνα παρ’ Ἀθην. 208D· ἐν χρήσει κατὰ τὰς πολιορκίας, Διόδ. 17. 44. 2) ἀγκιστροειδὲς ῥόπτρον ἢ λύκος θύρας, ὡς τὸ κορώνη, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 203. 3) βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὁ κύφων, Λουκ. Νεκυομ. 11. 4) τὸ ῥάμφος ἀλέκτορος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος (πρβλ. κορακῖνος), Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356Α. (Πρβλ. κορώνη· Λατ. cor-vus, cor-nix· Σλαυ. (Πολων.) kruk· Ἀρχ. Σκανδιναυ. hra-fn· Ἀγγλο-Σαξον. hrœ-fn, Ἀρχ. Γερμ. hru-oh, hra-ban (κόραξ). Τὴν ῥίζαν δυνάμεθα νὰ ἀνεύρωμεν ἐν ταῖς ὀνοματοπ. λέξεσι κράζω, κρώζω, Ἀγγλ. croak, κτλ. ― Ἡ αὐτὴ ῥίζα συχνάκις ἀναφαίνεται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυρτοῦ, πρβλ. κορώνη ΙΙ, κορωνίς, κορωνός, Λατ. cur-vus, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
1 corbeau, oiseau : ἐς κόρακας βάλλειν, ou abs. ἐς κόρακας, postér. εἰς κόρακας, jeter aux corbeaux, formule d’imprécation, l’abandon d’un corps livré en pâture aux corbeaux étant pour les Grecs le suprême déshonneur;
2 p. anal. n. de divers objets recourbés comme le bec du corbeau, particul. instrument de torture, machine de guerre, croc, etc.
Étymologie: R. καρ, crier ; cf. lat. corvus -- DELG onomatopée.
English (Slater)
κόραξ
1 crow σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ. μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρᾰκες ὣς ἄκραντα γαρύετον (-έτων Bergk) Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον i. e. the rivals of Pindar. (cf. κολοιός) (O. 2.87) test., Fulgentius, myth., 1. 13; secundum Pindarum corvus solus inter omnes aves sexaginta quattuor significationes habet vocum. (dubitanter hoc fr. Pindaro tribuerunt edd.) fr. 285.
English (Strong)
perhaps from κορέννυμι; a crow (from its voracity): raven.
Greek Monolingual
ο (ΑM κόραξ, -κος)
βλ. κόρακας.
Greek Monotonic
κόραξ: -ᾰκος, ὁ, Λατ. corvus,
I. κόρακας, κοράκι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, «ἐς κόρακας», pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· βάλλ' ἐς κόρακας, στον ίδ.· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ, στον ίδ.· ἐς κόρακας οἰχήσεται; στον ίδ.
II. 1. οτιδήποτε όπως το ράμφος του κορακιού, μηχάνημα για το γάντζωμα πλοίου, σε Πολύβ.
2. γάντζος, αγκιστροειδές χερούλι πόρτας, σε Ανθ.
3. όργανα βασανισμού, σε Λουκ.