ἀραῖος

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραῖος Medium diacritics: ἀραῖος Low diacritics: αραίος Capitals: ΑΡΑΙΟΣ
Transliteration A: araîos Transliteration B: araios Transliteration C: araios Beta Code: a)rai=os

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, also ος, ον S.Ant.867 (lyr.): (ἀρά):    I Pass., prayed to or entreated, Ζεὺς ἀ., = ἱκέσιος, S.Ph.1182 (lyr.).    2 prayed against, accursed, γονά A.Ag.1565 (lyr.); πότμος ἀ. ἐκ πατρός Id.Th.898 (lyr.); μ' ἀραῖον ἔλαβες you adjured me under a curse, S. OT276.    II Act., cursing, bringing mischief upon, c. dat., φθόγγος ἀ. οἴκοις A.Ag.237 (lyr.); δόμοις ἀ. S.OT1291, cf. E.Med.608, IT 778; ἀ. γονεὺς ἐκγόνοις ὡς οὐδεὶς ἕτερος ἄλλος Pl.Lg.931c: abs., A. Ag.1398, S.Tr.1202.—Almost confined to Trag., exc. Pl.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ἀντ. 867 (ἀρά): - Ἀττ. (κατὰ τὸ πλεῖστον Τραγ.) ἐπίθ., πρβλ. εὐκταῖος. 1) παθ., παρακαλούμενος, ἱκετευόμενος, Ζεὺς ἀραῖος = ἱκέσιος Σοφ. Φ. 1181. 2) ὁ καθ’ οὗ προσηυχήθη τις, κατηραμένος, μεστὸς ἀρᾶς ἢ ἀρῶν, γονὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· πότμος ἀρ. ἐκ πατρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 898· ὥσπερ μ’ ἀραῖον ἔλαβες, «τῇ ἀρᾷ ἔνοχον», (Σχολ.), «ὥσπερ με εἶλες διὰ τῆς ἀρᾶς» Εὐστ., ἐπειδή μ’ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου ὑπὸ κατάραν ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Σοφ. Ο. Τ. 276. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάραν, βλάβην, μετὰ δοτ., φθόγγος ἀρ. οἴκοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 236· δόμοις ἀραῖος Σοφ. Ο. Τ. 1291· πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 608, Ι. Τ. 778· ἀραῖος γονεὺς ἐκγόνοις Πλάτ. Νόμ. 931C: - ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1398, Σοφ. Τρ. 1202,

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 qu’on invoque par des prières;
2 maudit;
II. qui maudit ou qui est une cause de malédiction ; funeste à, τινι.
Étymologie: ἀρά.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
I de Zeus garante de los votos μή, πρὸς ἀραίου Διός, ἔλθῃς, ἱκετεύω S.Ph.1181.
II 1maldito, execrado, bajo la maldición familiar ἀραίῳ τ' ἐκ πατρὸς ... πότμῳ A.Th.898
de pers. ἀ. ὡς ἠράσατο maldito como él mismo se maldijo S.OT 1291, cf. 644, ἀ. ἄγαμος S.Ant.867, κακόποτμον ἀραίαν E.Hel.694
prob. por la execración pública contra los contraventores que acompañaba a los pactos φ[ε] ύγειν τε αὐτὸν ἀραιὸν (sic) ἐκ Τέω ... καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ δη[μό] σια ε[ἶ] ναι SEG 26.1306.23 (Teos III a.C.)
de una maldición condicionada ὥστερ μ' ἀραῖον ἔλαβες ... ἐρῶ ya que me has hecho objeto de tus imprecaciones voy a hablar S.OT 276.
3 de maldición, que trae la maldición c. dat. φθόγγον ἀραῖον οἴκοις voz de maldición para la casa (pronunciada por Ifigenia en el momento del sacrificio), A.A.237, γονά A.A.1565, κακά A.A.1398
de pers. maldiciente, execrador μενῶ σ' ἐγὼ ... ἀ. εἰσαεί te maldeciré eternamente S.Tr.1202, c. dat. ἀ. μοι νέκυς S.Fr.399, cf. 110, σοῖς ἀραία δώμασιν γενήσομαι seré maldición para tu casa E.IT 778, cf. Med.608, εἴθ' ἦν ἀραῖον δαίμοσιν βροτῶν γένος ¡oh, pudiera la raza de los hombres maldecir a los dioses! E.Hipp.1415, ἀ. ... γονεὺς ἐκγόνοις Pl.Lg.931c.

Greek Monotonic

ἀραῖος: -α, -ον και -ος, -ον (ἀρά
I. 1. Παθ., αυτός στον οποίο απευθύνονται οι παρακλήσεις και οι ικεσίες· Ζεὺς ἀραῖος = ἱκέσιος, σε Σοφ.
2. αυτός για τον οποίο κάποιος ευχήθηκε κάτι κακό, καταραμένος, αυτός που είναι επιβαρυμένος από μια κατάρα ή μεστός από τις κατάρες που του έχουν απευθύνει, σε Αισχύλ.· μ' ἀραῖον ἔλαβες, με έδεσες με κατάρα, με έχεις στην εξουσία σου αφού με καταράστηκες, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που καταριέται, που επιφέρει με τις κατάρες τον όλεθρο σε οικογένεια ή πρόσωπο, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.