ζηλωτής
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A emulator, zealous admirer or follower, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11; ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt.343a; τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171; τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27 (Oropus, ii B.C.); μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.; πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12; τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99 (Acraephiae): c. gen. pers., τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.; τῶ πράτω θεῶ Sthenid. ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perh. champion, Epicur.Nat.70G. 2 jealous, θεὸς ζ. LXXEx.20.5. II zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος, Ev.Luc.6.15, Act.Ap.1.13, J.BJ4.3.9; τῶν πατρίων ἐθῶν Id.AJ12.6.2; τῶν νόμων LXX 2 Ma. 4.2.
German (Pape)
[Seite 1139] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ μιμητής, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B˙ ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A˙ τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26˙ τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8˙ τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80˙ Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) ζηλότυπος, θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. ζηλωτής, πλήρης ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι ζηλωτής), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui a du zèle, du goût pour.
Étymologie: ζηλόω.
English (Strong)
from ζηλόω; a "zealot": zealous.
English (Thayer)
ζηλωτου, ὁ (ζηλόω), one burning with zeal; a zealot;
1. absolutely, for the Hebrew קַנָּא, used of God as jealous of any rival and sternly vindicating his control: Zealots, who rigorously adhered to the Mosaic law and endeavored even by a resort to violence, after the example of Phinehas (ζηλωτής Φινης Josephus, b. j. 4,3, 9; 4,5, 1; 4,6, 3; 7,8, 1. To this class perhaps Simon the apostle had belonged, and hence, got the surname ὁ ζηλωτής: Schürer, Neutest. Zeitgesch., Index under the word Zeloten; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 237ff).
2. with the genitive of the object: with the genitive of the thing, most eagerly desirous of, zealous for, a thing;
a. to acquire a thing (zealous of) (see ζηλόω, 2): L T Tr WH (ἀρετῆς, Philo, praem. et poen. § 2; τῆς εὐσεβείας, de monarch. 50:1, § 3; εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, de poenit. § 1; τῶν πολεμικων ἔργων, Diodorus 1,73; περί τῶν ἀνηκόντων εἰς σωτηρίαν, Clement of Rome, 1 Corinthians 45,1 [ET]).
b. to defend and uphold a thing, vehemently contending for a thing (zealous for): νόμου, τῶν πατρικῶν παραδόσεων, τῶν αἰγυπτιακων πλασματων, Philo, vit. Moys. iii. § 19; τῆς ἀρχαίας καί σώφρονος ἀγωγης, Diodorus excerpt., p. 611 (from 50:37, vol. 2:564 Didot)); with the genitive of person: Θεοῦ, intent on protecting the majesty and authority of God by contending for the Mosaic law, an emulator, admirer, imitator, follower of anyone.)
Greek Monolingual
ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) ζηλώ
1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)
2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής
3. πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα
νεοελλ.
ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών
νεοελλ.-μσν.
πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην προστασία τών δικαιωμάτων τών πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και στη συμμετοχή τών πολιτών στη διοίκηση τών κοινών
αρχ.
ζηλότυπος, φθονερός.
Greek Monotonic
ζηλωτής: -οῦ, ὁ,
I. μιμητής, ένθερμος οπαδός ή θιασώτης ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. ζηλωτής, όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους Κανανίτης ή Καναναῖος (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη