συννομή

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννομή Medium diacritics: συννομή Low diacritics: συννομή Capitals: ΣΥΝΝΟΜΗ
Transliteration A: synnomḗ Transliteration B: synnomē Transliteration C: synnomi Beta Code: sunnomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A a feeding together, joint pasture, Pl.Plt.268c.    II γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή the man and his allotment being a joint affair, Id.Lg.737e.    III Dor. συννομά, a division of the people at Camirus, Clara Rhodos 6/7.428.

Greek (Liddell-Scott)

συννομή: ἡ κοινὴ νομή, τὸ συννέμεσθαι, Πλάτ. Πολιτ. 268C· διάφορ. γραφ. συννομική. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 737Ε, ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος ξυννομὴ (ἀντὶ ξὺν νομῇ), πρᾶγμα ἀλληλένδετον, ἀλλ’ ἡ τοῦ Ast. γραφὴ ξύννομα εἶναι εὐκολωτέρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α συννέμω
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού άσκηση της νομής, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου
αρχ.
1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής
2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο
3. (στην Κάμειρο της Ρόδου) διαίρεση, κατανομή του λαού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννομή -ῆς, ἡ [συννέμω] het samen weiden:. τους... τῆς συννομῆς αὐτῷ ἀντιποιουμένους degenen die er aanspraak op maken met hem samen herder te zijn Plat. Plt. 268c. samenhangende portie:. γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή waarbij de mens en zijn grond een samenhangende portie vormen Plat. Lg. 737e.

Russian (Dvoretsky)

συννομή:1) совместная пастьба Plat.;
2) одно целое, общность Plat.