ἐμπολή

From LSJ
Revision as of 19:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολή Medium diacritics: ἐμπολή Low diacritics: εμπολή Capitals: ΕΜΠΟΛΗ
Transliteration A: empolḗ Transliteration B: empolē Transliteration C: empoli Beta Code: e)mpolh/

English (LSJ)

ἡ, Arc. ἰνπολά IG5(2).3.27 (pl., Tegea, iv B.C.):—

   A merchandise, Pi.P.2.67, Ar.Ach.930 (lyr.); ὁλκάδας γεμούσας . . ἐμπολῆς X.HG5.1.23: metaph., μέλεον ἐ. E.Hyps Fr.41(64).87 (lyr.): pl., wares, IGl.c.    II traffic, purchase, E.IT 1111 (lyr.), X.Cyr.6.2.39: pl., ventures, S.Fr.555.4.    III gain made by traffic, profit, ἀναθέμεν τῷ' Ἀσκλαπιῷ τὰς ἐ. τῶν ἰχθύων Ἀρχ. Ἐφ. 1918.168 (Epid., iv B.C.), cf. Palaeph.45; esp. harlot's hire, Artem.1.78 (pl.), D.C.79.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 816] ἡ, das, womit Handel getrieben wird, Kaufmannsgut; Pind. P. 2, 67; Xen. Hell. 5, 1, 23; der Handel, Cyr. 6, 2, 39; das durch den Handel Erworbene, Gewinn, Sp.; besonders der Gewinn der Huren u. der Hurenwirthe, Artem. 1, 78 D. C. 79, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολή: ἡ, ἐμπόλημα, ἐμπόρευμα, φορτίον, Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. ἐμπόριον, ὠνή, ἀγορασία, Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. κέρδος προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 objet dont on trafique, marchandise;
2 trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. -ά Pi.P.2.67, E.Fr.Hyps.p.121, IG 42.123.23 (Epidauro IV a.C.); arcad. ἰνπ- IPArk.2.27 (Tegea V/IV a.C.)
I 1comercio, transacción comercial mediante trueque o esp. venta κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολάν al modo del comercio fenicio Pi.l.c., λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες S.Fr.555, ζαχρύσου δὲ δι' ἐμπολᾶς por trueque con oro, e.e. vendida a cambio de oro E.IT 1111, χρημάτων προσδεῖσθαι ... εἰς ἐμπολήν X.Cyr.6.2.39, τὰ ἰν ταῖς ἰνπολαῖς πάντα todo lo relativo a las transacciones comerciales, IPArk.l.c., ἐ. κερδαλέος Ael.NA 2.50, cf. Lib.Or.18.136.
2 ganancia obtenida por el comercio o la venta τὰν [δεκάταν δωσεῖ] ν τῷ Ἀσκλ[απ] ιῷ τᾶς ἐμπολᾶς τῶν ἰχθύων IG l.c., cf. Palaeph.45, PSI 666.8 (III a.C.)
ganancia o pago obtenido por una prostituta, Artem.1.78, D.C.79.13.4.
II concr. mercancía ἔνδησον ... τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολήν Ar.Ach.930, βορᾶς ... ἐμπολὴν λαβεῖν E.Cyc.254, νάϊος ἐ. mercancía traida en barco E.Fr.759a.87, ὁλκάδες γέμουσαι ἐμπολῆς X.HG 5.1.23, en un pequeño comercio SB 15001.14 (III a.C.), τὸν ῥῶπον Αἰγιναίαν ἐμπολὴν λέγεσθαι Str.8.6.16, cf. E.Fr.932
ἡ Ἐ. la Mercancía tít. de una comedia de Efipo, Ath.363c.

• Etimología: Rel. c. πέλομαι q.u., de *kel- ‘ir y venir’.

Greek Monolingual

και αμπολή, η (AM ἐμπολή)
νεοελλ.
1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή
2. αρδευτικό φράγμα
3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση
μσν.
εισαγωγή εμπορεύματος (βλ. και ἐμβολή)
αρχ.
1. εμπόλημα, εμπόρευμα, πραμάτειες, εμπορικά είδη
2. αποστολή εμπορευμάτων
3. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία
4. κέρδος από εμπόριο, χρήματα
5. το κέρδος τών πορνών και τών πορνοβοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμπολή (πρβλ. εντολή), αρκαδ. ινπολά, πιθ. < εμπέλω, -ομαι. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. πέλομαι (με τη σημασία του «κινώ, κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. πωλώ (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, παρά τη σημασιολογική τους ομοιότητα). Με το προθηματικό εν- δηλώνεται η κίνηση η οποία περιλαμβάνεται στη σημασία της λέξεως.
ΠΑΡ. εμπολώ
αρχ.
εμπολεύς
αρχ.-μσν.
εμπολαίος, εμπόλημα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απεμπολή, παρεμπολή].

Greek Monotonic

ἐμπολή: ἡ (ἐν, πωλέω),·
I. εμπόρευμα, φορτίο, πραμάτεια, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. εμπόριο, συναλλαγή, αγορά, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολή: дор. ἐμπολά
1) тж. pl. товар Pind., Soph., Arph., Xen.;
2) купля-продажа, торговля (χρημάτων προσδεῖσθαι εἰς ἐμπολήν Xen.): ζαχρύσου δι᾽ ἐμπολᾶς Eur. путем продажи за большое количество золота.