Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμερίζω

From LSJ
Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμερίζω Medium diacritics: διαμερίζω Low diacritics: διαμερίζω Capitals: ΔΙΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: diamerízō Transliteration B: diamerizō Transliteration C: diamerizo Beta Code: diameri/zw

English (LSJ)

   A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d.    II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.

Greek (Liddell-Scott)

διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 partager de côté et d’autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.

Spanish (DGE)

I 1dividir, distribuir τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo Arist.Pr.885a18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.Sud.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2Es.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.AI 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς SB 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη PUG 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados, Eu.Luc.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη Orac.Sib.8.210
abs. hacer la división διεμέριζε γὰρ ὁ Βορυσθενίτης Men.Fr.772
compartir διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων IClaros 1.P.4.27 (II a.C.).
2 dividir, detallar, clasificar λόγον Pl.Phlb.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado Pl.Plt.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales Arist.Oec.1345a19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.
3 dividir, partir en trozos en v. med. despedazar οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία T.Abr.A 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales por el matarife, Pl.Lg.849d.
II sólo v. med. dividir entre sí, repartirse διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ Eu.Matt.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς PAmh.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς PMasp.159.32 (VI d.C.).

English (Strong)

from διά and μερίζω; to partition thoroughly (literally in distribution, figuratively in dissension): cloven, divide, part.

English (Thayer)

imperfect διεμέριζον; 1st aorist imperative 2nd person plural διαμερίσατε; passive (present διαμερίζομαι); perfect participle διαμεμερισμενος; 1st aorist διεμερίσθην; future διαμερισθήσομαι; (middle, present διαμερίζομαι; 1st aorist διεμερισαμην); to divide;
1. to cleave asunder, cut in pieces: ζῷα διαμερισθενα namely, by the butcher, Plato, legg. 8, p. 849d.; according to a use peculiar to Luke in the passive, to be divided into opposing parts, to be at variance, in dissension: ἐπί τινα, against one, ἐπί τίνι, to distribute (Plato, polit., p. 289c.; in the Sept. chiefly for חָלַק): τί, τί τίνι, L T Tr WH εἰς ἑαυτούς for R G ἑαυτοῖς); to distribute among themselves: τί, G L T Tr WH; ἑαυτοῖς added ( ); Psalm 22:19>).

Greek Monolingual

(AM διαμερίζω)
διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που το αποτελούν
αρχ.
1. μεσ. διαμερίζομαι
διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» — μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους)
2. παθ. διαμερίζομαι
α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας
β) κόβομαι σε μερίδια.

Greek Monotonic

διαμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. διαμοιράζω, διανέμω, σε Πλάτ.
II. διαχωρίζω, διαιρώ — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διαμερίζω: разделять, распределять (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределенный помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μερίζω verdelen; med. onderling verdelen:; διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ zij verdeelden zijn kleren onder elkaar NT Mt. 27.35; pass. overdr. verdeeld zijn:. ἔσονται... πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι in één huis zullen vijf personen verdeeld zijn NT Luc. 12.52.