κρέκω

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέκω Medium diacritics: κρέκω Low diacritics: κρέκω Capitals: ΚΡΕΚΩ
Transliteration A: krékō Transliteration B: krekō Transliteration C: kreko Beta Code: kre/kw

English (LSJ)

   A weave, ἴστον Sapph.90; πέπλους E.El.542.    2 strike a stringed instrument with the plectron, μάγαδιν Diog.Ath.1.10; βάρβιτα D.H.7.72: generally, play on any instrument, αὐλόν Ar.Av. 682 (lyr.): less freq.c.dat., κρέκειν δόνακι APl.4.231 (Anyte): c. acc. cogn., πηκτίδων ψαλμοῖς κ. ὕμνον Telest.5; λωτὸς ᾠδὰν κρέκει Pae.Delph.12; ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον AP9.584.    3 of any sharp noise, βοὴν πτεροῖς κ. Ar.Av.772 (lyr.), cf. AP7.192 (Mnasalc.); κίσσα κρέξασα ἁρμονίαν ib.191 (Arch.), cf. Hp. ap. Gal.19.114. (Cf. Onorse hraell (*hrahilaz) 'weaver's sley', Oe. hraegel 'dress', 'garment', perh. Lett. krekls 'shirt'.)

Greek (Liddell-Scott)

κρέκω: μέλλ. -ξω, ῥῆμα ὀνοματοπ., κυρίως ἐκδηλοῦν τὸν ἦχον χορδῆς κρουομένης· πρβλ. ὡσαύτως κρεγμός, κερκίς, κρέξ: 1) κτυπῶ τὸ ὕφασμα διὰ τῆς κερκίδος, κρούω αὐτό, καθόλου, ὑφαίνω, γλυκεῖα μᾶτερ, οὔτι δύναμαι κρέκειν τὸν ἱστὸν Σαπφὼ 91· πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 542. 2) πλήττω, κρούω ἐγχόρδου ὀργάνου τὰς χορδὰς διὰ τοῦ πλήκτρου, Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον Ἀνθ. Π. 9. 584· ― ἀκολούθως, παίζω οἱονδήποτε ὄργανον, αὐλὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 682· σπανιώτερον μετὰ δοτ., κρέκειν δόνακι Ἀνθ. Πλαν. 231, πρβλ. Tibull. 1. 1, 4· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., πηκτίδων ψαλμοῖς ὕμνον κρ. Τελέστ. 6· ἡ κιθάρα κρ. τὸν κύριον Κλήμ. Ἀλ. 5. 3) ἐπὶ πάσης ὀξεῖας βοῆς ἢ ἤχου, βοὴν πτεροῖς κρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 772, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 192· κρέξασα κίσσα αὐτόθι 191.

French (Bailly abrégé)

frapper en cadence un instrument (avec l’archet).
Étymologie: R. Κρεκ, faire du bruit.

Greek Monolingual

κρέκω (Α)
1. πλήττω, κρούωοὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» — δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.)
2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.)
3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο
4. (γενικά) παίζω όργανο
5. αναδίδω οξύ ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα krek- «χτυπώ». Συνδέεται με αρχ. νορβ. hroell «ράβδος για ύφανση», αγγλοσαξ. hrēol «ανέμη», αρχ. -άνω γερμ. hregil «ύφασμα, ρούχο». Η αρχική σημ. του τ. ήταν «υφαίνω», ενώ η σημ. η σχετική με τα έγχορδα όργανα είναι υστερογενής. Τα περισσότερα παράγωγά του εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα κροκ- της ρίζας.
ΠΑΡ. κρόκη, κροκίδα(-ίς), κροκύδα (-ύς)
αρχ.
κρεγμός, κρεκάδια, κρεκτός, κρόκιον, κροκισμός
αρχ.-μσν.
κροκόω, κροκυδίζω, κροκύδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. διακρέκω, συγκρέκω, υποκρέκω].

Greek Monotonic

κρέκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἔκρεξα·
1. χτυπώ το ύφασμα με την κερκίδα, υφαίνω, σε Ευρ.
2. χτυπώ την λύρα με το πλήκτρο, σε Ανθ.· γενικά, παίζω κάποιο όργανο, σε Αριστοφ.
3. λέγεται για κάθε διαπεραστικό ήχο, βοὴν πτεροῖς κρ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρέκω: 1) прибивать челноком, т. е. ткать (ἱστόν Sappho; πέπλους Eur.);
2) (о звуке) издавать (βοὴν πτεροῖς Arph.);
3) выбивать плектром, наигрывать (νόμον ἐν κιθάρᾳ Anth.): κ. αὐλόν Arph. играть на свирели.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρέκω, Aeol. inf. κρέκην weven:. κρέκην τὸν ἴστον een kleed weven Sapph. 102.1. tokkelen, uitbr. geluid maken, laten klinken.