στυγέω
English (LSJ)
Il.7.112, Hdt.7.236, E.El.1017, etc.: aor. 1 ἔστυξα, opt.
A στύξαιμι Od.11.502 (v. infr. 11): aor. 2 ἔστῠγον (κατ-) 10.113, Il.17.694: later aor. 1 ἐστύγησα A.Supp.528 (lyr.), E.Tr.710: pf. ἐστύγηκα J.Ap.2.24, (ἀπ-) Hdt.2.47:—Pass., fut. στυγήσομαι in pass. sense, S.OT672: aor. ἐστυγήθην A.Th.691, E.Alc.465 (lyr.): pf. ἐστύγημαι Lyc.421; ἔστυγμαι Hsch.:—poet. Verb (also in Hdt. and later Prose, Phld.Lib.p.13 O., J.l.c.), hate, abhor, c. acc., Il.20.65, al., Hes. (Th. 739, al.), and Trag. (v. infr.); also in Thgn.278, Pi.Fr.203.2, Emp. 115.12, 116, Hdt.7.236; Com. only in paratragoedic and lyric passages, Ar.Ach.33 (cf. Sch. ad loc.), 472, Th.1144 (lyr.), Diph.73.5, Com.Adesp.1278; never in Att. Prose: stronger than μισέω, for it means to show hatred, not merely to feel it, τὸ πρᾶγμα... ἢν μὲν ἀξίως μισεῖν ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον E.El.1017: c. inf., hate or fear to do a thing, Il.1.186, 8.515, S.Ph.87, A.R.2.628:—Pass., to be abhorred, detested, τὸν μέγα στυγούμενον A.Pr.1004; Φοίβῳ στυγηθέν Id.Th. 691; τί δ' ἐστίν . . πρός γ' ἐμοῦ στυγούμενον; what is the horrid thing that I have done? S.Tr.738. II in aor. 1, make hateful, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας then would I make my courage and my hands a hate and fear to many a one, Od.11.502: but this aor. is used in the common sense by A.R.4.512, AP7.430 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 958] fut. στυγήσω, aor. ἔστυγον, Od. 10, 113, vgl. Il. 17, 694, ἔστυξα s. a. E. (Στύξ), – 1) hassen, verabscheuen u. deshalb fürchten, τινά, 8, 370; τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι, 7, 112; λαῖφος, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα, Od. 13, 400; c. inf., sich scheuen Etwas zu thun, Il. 1, 186. 8, 515, wie Soph. τοὺς δὲ καὶ πράσσειν στυγῶ, Phil. 87; λόγῳ, Pind. frg. 217; τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν; Aesch. Prom. 37. ὃν.δ' ἐχρῆν φιλεῐν, στυγεῖς, Ch. 894, auch, pass., Φοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος, Spt. 673; θεοὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς, Soph. Ai. 833, u. öfter; οὗτος δὲ στυγήσεται, O. R. 672; oft Eur., z. B. μή με στυγήσῃς, Troad. 705; ἐμοί γ' ἂν εἴη στυγη θείς, Alc. 467; Ar. Ach 33 Th. 11, 44; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 268; u. in Prosa, wie Her 7, 236; Alciphr. 3, 28. – 2) im aor. I. verhaßt, furchtbar machen, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας, ich würde wohl manchem meinen Muth und meine Hände furchtbar machen, Od. 11, 502. – Doch hat dieser, aor. die gew. Bdtg hassen, fürchten bei sp. D. wie Ap. Rh. 4, 512, Diosc. 13 (VII, 430).
Greek (Liddell-Scott)
στῡγέω: Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο ῥῆμα προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ (ὅθεν καὶ τὰ Στύξ, Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, βδελύσσομαι, ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., συχν. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· εἶναι δὲ λέξις ἰσχυροτέρα τοῦ μισέω, διότι σημαίνει καὶ δεικνύω μῖσος οὐχὶ μόνον αἰσθάνομαι αὐτό, τὸ πρᾶγμα.., ἢν μὲν ἀξίως ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., ὡσαύτως, μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ πράττω τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας, τότε ἤθελον καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. οὗτος εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. στυγήσω, ao. ἐστύγησα et ἔστυξα, ao.2 ἔστυγον, pf. ἐστύγηκα;
Pass. f. στυγηθήσομαι et στυγήσομαι, ao. ἐστυγήθην, pf. ἔστυγμαι;
1 haïr, avoir en horreur, acc. ; craindre ; avec l’inf. craindre de;
2 à l’ao. rendre odieux ou redoutable : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: στύγος.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἔστυγον, aor. 1 opt. στύξαιμι: abominate, loathe, hate; κατὰ (adv.) δ' ἔστυγον αὐτήν, ‘were disgusted’ at the sight of her, Od. 10.113; aor. 1 is causative, make hateful or horrible, Od. 11.502.
English (Slater)
στῠγέω
1 spurn ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει (Boeckh, Wil.: -έουσι codd.) fr. 203. 2.
Greek Monotonic
στῠγέω: αόρ. αʹ ἐστύγησα και ἔστυξα, παρακ. ἐστύγηκα, αόρ. βʹ ἔστῠγον — Παθ., μέλ. στυγήσομαι, με Παθ. σημασία, αόρ. αʹ ἐστυγήθην·
I. μισώ, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, αηδιάζω, αποστρέφομαι· με ισχυρότερη σημασία από το μισέω, σε Όμηρ., Τραγ.· με απαρ., αποστρέφομαι ή τρομάζω, φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. — Παθ., είμαι αντικείμενο αποστροφής, αηδίας, σε Αισχύλ.· τί δ' ἐστι πρός γ' ἐμοῦ στυγούμενον; τί το αποτρόπαιο, φρικαλέο έχω κάνει; σε Σοφ.
II. σε αόρ. αʹ, καθιστώ κάποιον ή κάτι μισητό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
στῠγέω: (aor. 1 ἐστύγησα и ἔστυξα; pass.: fut. στυγήσομαι, aor. ἐστυγήθην)
1) относиться с ненавистью, ненавидеть (τινα и τι Hom., Pind., Her., Trag.): σ. πράσσειν τι Soph. питать отвращение к свершению чего-л.; τί δ᾽ ἔστιν πρός γ᾽ ἐμοῦ στυγούμενον; Soph. что же ужасного мною (сделано)?;
2) страшиться, бояться (Τρῶσιν φέρειν Ἄρηα Hom.);
3) внушать страх, наводить ужас: σ. τινί τι Hom. внушать кому-л. ужас перед чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυγέω poët. conj. 3 sing. στυγέῃ en στυγέῃσι; ep. opt. aor. στύξαιμι Od. 11.502; poët. them. aor. ἔστυγον; fut. med. met pass. bet. στυγήσομαι met acc. haten, verafschuwen:; οἰκία... τά τε στυγέουσι θεοί περ zijn verblijfplaats, die zelfs de goden verafschuwen Il. 20.65; pass.. ἐνθ ’ ἂν ᾖ στυγήσεται waar hij ook is zal hij verafschuwd worden Soph. OT 672. met inf. ervoor terugschrikken om:. ὄφρα στυγέῃ … καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσθαι opdat ook een ander ervoor terugschrikt om zich gelijk aan mij te achten Il. 1.186. gehaat of gevreesd maken. Od. 11.502.