συμπαθής

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαθής Medium diacritics: συμπαθής Low diacritics: συμπαθής Capitals: ΣΥΜΠΑΘΗΣ
Transliteration A: sympathḗs Transliteration B: sympathēs Transliteration C: sympathis Beta Code: sumpaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A affected by like feelings, sympathetic, οὐδεὶς ὁμαίμου -έστερος φίλος Pl.Com.192; σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arist.Pr.921a36, cf. Pol.1340a13; πρὸς τὰ γεννηθέντα συμπαθέστεραι μᾶλλον αἱ μητέρες γίνονται [τῶν τιτθῶν] Sor.1.87, cf. 88.    2 exerting mutual influence, interacting, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ Arist.Phgn.808b19, cf. Epicur.Ep.1p.20U.; νεῦρα ἀλλήλοις σ. AP11.352 (Agath.); sensitive to influence, τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμόν . . -έστατον Arist.PA653b6, cf. Thphr.CP1.7.4; of the members of an organism, Hp.Alim.23, Plot.4.5.8; ὁ κόσμος σύμπνους καὶ σ. αὐτὸς αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264; exciting sympathy, χερῶν σ. ὑπτιασμός Phld.Rh.1.52 S., cf. D.H.2.45: Sup., PHerc.176p.39V.    3 of planets, in concord, Vett.Val.37.14; defined by Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226.    II Adv. -θῶς sympathetically, Phld. Lib.p.37 O., Cic.Att.12.44.1; τῇ σελήνῃ Str.3.5.8; σ. ἔχειν πρός τινα J.AJ7.10.5; -έστερον ἐρᾶσθαι Arist.Mir.846b9, cf. Plu.2.3c; -έστατα IG12(2).58b33 (Mytil., 1 B.C.).

German (Pape)

[Seite 983] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμπᾰθής: -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν πρός τινα, συμπαθητικός, οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· νεῦρα ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ ψυχή τε καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν πρός τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 qui prend sa part de la souffrance d’autrui, qui éprouve de la compassion, de la sympathie;
2 p. ext. qui éprouve les mêmes sentiments que, τινι;
II. qui excite la compassion, la sympathie.
Étymologie: σύν, πάθος.

English (Strong)

from συμπάσχω; having a fellow-feeling ("sympathetic"), i.e. (by implication) mutually commiserative: having compassion one of another.

English (Thayer)

συμπαθες (σύν and πάσχω), suffering or feeling the like with another, sympathetic: Aristotle, Theophrastus, others.)

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος
αρχ.
1. αυτός που συμπάσχει
2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο
3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.)
4. ιατρ. (για μέλη ή όργανα του σώματος) αυτός στον οποίο εκδηλώνεται το φαινόμενο της συμπάθειας
5. (φιλοσ.) αυτός που έχει όμοια φύση ή διάθεση με κάποιον άλλο
6. αστρον. (για πλανήτες) αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, σε συμφωνία με κάποιον άλλο
7. ευαίσθητος στην επίδραση ή στην επήρεια που δέχεται από κάποιον ή από κάτι άλλο («τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμὸν καὶ ἡ ἀρχὴ συμπαθέστατόν ἐστι καὶ ταχεῑαν ποιεῑται τὴν αἴσθησιν», Αριστοτ.).
επίρρ...
συμπαθώς / συμπαθῶς ΝΑ
με αίσθημα συμπάθειας, με αγάπη
αρχ.
1. με κοινά αισθήματα, με ομοιότητα αισθημάτων
2. ανάλογα ή σύμφωνα με κάτι («φησὶ δὲ τὴν τοῡ ὠκεανοῡ κίνησιν ὑπέχειν... ἐνιαυσίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ἐμ-παθής].

Greek Monotonic

συμπᾰθής: -ές (παθεῖν), αυτός που μοιράζεται τα ίδια αισθήματα με κάποιον, πονόψυχος, τινι, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη συμπάθεια κάποιου, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαθής -ές, Att. ook ξυμπαθής [συμπάσχω] meevoelend, meelevend.

Russian (Dvoretsky)

συμπαθής: 1) относящийся с симпатией: σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arst. певец находит отклик в слушателе; νεῦρα ἀλλήλοις συμπαθέα Anth. созвучные друг другу струны;
2) сочувствующий, соболезнующий: συμπαθεῖς τινας ποιεῖν τοῖς λεγομένοις Polyb. возбудить в ком-либо сострадание (своими) словами.