ἰάομαι
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
imper.ἰῶ (v. infr.), Ion. inf.
A ἰᾶσθαι Hp.Loc.Hom.24 (ἰῆσθαι v.l. in Id.Morb.Sacr.13), Cypr. ἰjᾶσθαι Inscr.Cypr.135.3H.: fut. ἰάσομαι E.HF1107, Aeschin.3.69; Ion. and Ep. ἰήσομαι Od.9.525, Archil. 13, (ἐξ-) Hp.Morb.1.6: aor. ἰασάμην E.Fr.1072, Pl.Phd.89a; Ion. ἰησάμην Il.5.899, Hp.Int.2:—Pass.(v. infr.). [ῑ- in Hom., etc.; also ῐ, E.Hipp.597]:—heal, cure, in pres. and impf., attempt to cure, treat, of persons or bodies, etc., τινα Il.12.2, Hdt.3.134, etc.; τοὺς κάμνοντας Pl.Plt.299a, cf. 293b; ὀφθαλμόν Od.9.525; τὸ σῶμα S.Tr.1210: abs., Od.9.520, Il.5.899: prov., ὁ τρώσας ἰάσεται Mantiss.Prov.2.28. 2 cure. treat, of diseases, νόσους Pi.P.3.46, cf. E.Hipp.597, Pl.Prt.340e, Chrm.156b, etc.; σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Hdt.7.181: metaph., remedy, δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι, E.HF1107, Or.650; ἀτυχίας Isoc.6.101; δωροδόκημα Aeschin.3.69; ἀσάφειαν Arr.Tact.1.3: prov., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, i.e. do not make bad worse, Hdt.3.53, cf. Th.5.65; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά A.Fr.349; κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά S.Fr.77: abs., οὔτε τι γὰρ κλαίων ἰήσομαι Archil.13. 3 cure the effects of, counteract, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Plu.2.653a. 4 repair, τὸ βλαβέν Pl.Lg.933e; τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην Id.Smp.191d; θυσιαστήριον LXX 3 Ki.18.32; δίκελλαν Lib.Decl.27.3. II Act. only aor.1 ἰάσαμεν Gal.10.453; part. ἰάσαντες Sch.E.Hec.1236: aor. ἰάθην is always Pass., be healed, recover, And.2.9, AP6.330 (Aeschin.), IG4.951.113(Epid.), etc.; ἀπὸ τῶν νόσων Ev.Luc.6.17; Ion. ἰήθην Hp.Mul.1.3, Int.1: fut. ἰαθήσομαι Luc.Asin.14, Gp.12.25.3, Gal.10.377; ἰάσομαι Aristid.2.317 J.: pf. ἴᾱμαι Ev.Marc.5.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάομαι: προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ ῥίζα ἀμφίβολος). Ἰατρεύω, θεραπεύω τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., αὐτόθι 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ σῶμα Σοφ. Τρ. 1210· τὸ σῶμα τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, κυρίως ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) θεραπεύω τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς ἀντιφάρμακον, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην εἶναι ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. ἰώμην, f. ἰάσομαι, ao. ἰασάμην, pf. ἴαμαι;
Pass. f. ἰαθήσομαι, ao. ἰάθην, pf. ἴαμαι;
1 soigner, guérir, acc.;
2 Pass. être guéri, délivré d’un mal.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.
English (Slater)
ῑάομαι
1 heal καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46)
Spanish
English (Strong)
middle voice of apparently a primary verb; to cure (literally or figuratively): heal, make whole.
English (Thayer)
ἰαωμαι; (perhaps from ἰός, Lob. Technol., p. 157f; cf. Vanicek, p. 87); a deponent verb, whose present, imperfect ἰωμην, future ἰάσομαι, and 1st aorist middle ἰασάμην have an active significance, but whose perfect passive ἴαμαι, 1st aorist passive ἰάθην, and 1future passive ἰαθήσομαι have a passive significance (cf. Krüger, § 40, under the word; (Veitch, under the word; Buttmann, 52 (46); Winer s Grammar, § 38,7c.)); (from Homer down); the Sept. for רָפָא; to heal, cure: τινα, R L brackets; T WH omit; Tr brackets the accusative), Tdf. ἀσθενῶν); and τινα ἀπό τίνος, to cure (i. e. by curing to free) one of (literally, from; cf. Buttmann, 322 (277)) a disease: passive, to make whole i. e. to free from errors and sins, to bring about (one's) salvation: Hebrews 12:13.
Greek Monotonic
ἰάομαι: προστ. ἰῶ, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. ἰήσομαι, αόρ. αʹ ἰᾱσάμην, Ιων. ἰησάμην — Παθ., βλ. κατωτ. (ῑᾱ, σε Όμηρ. κ.λπ.· έπειτα επίσης ῐ)·
I. θεραπεύω, γιατρεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἀδικίαν ἰᾶσθαι, σε Ευρ.· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μην κάνεις το κακό χειρότερο, σε Ηρόδ.
II. αόρ. αʹ ἰάθην [ᾱ] πάντοτε Παθ., γιατρεύομαι, ανανήφω, επανακάμπτω, σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. ἴᾱμαι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἰάομαι: (ῑ, ῐ у Eur. Hipp. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. ἰήσομαι, aor. ἰᾱσάμην - ион. ἰησάμην, pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. ἰάθην, fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)
1) лечить (τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ σῶμα Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.);
2) исцелять, оздоровлять (τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT); pass. выздоравливать (βραδέως ἰαθῆναι Arst.);
3) исправлять, искупать, возмещать, заглаживать (τὸ βλαβέν Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὶ ἀνομίας Isocr.): μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. не исправляй беду бедою, т. е. не ухудшай того, что и так плохо.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: heal.
Other forms: Aor. ἰάσασθαι, Ion. ἰήσασθαι (Il.), pass. ἰάθην, ἰήθην (IA), fut. ἰάσομαι, ἰήσομαι (Od.), perf. ἴαμαι (Ev. Marc. 5, 29),
Dialectal forms: Myc. ijate
Compounds: rarely with prefix (ἐξ-, ἐπ-),
Derivatives: 1. ἴαμα, ἴημα (Ion. forms not esp. noted) n. medicine, healing (IA) with ἰαματικός (Cyran.); 2. ἴασις healing (IA) with ἰάσιμος curable (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 71f.), prob. also ἰασιώνη plant-name, Convolvulus sepium (?) (Thphr., Plin.); Strömberg Pflanzennamen 81 because of the medical (though unknown) use; 3. Ίασώ f. name of a healing goddess (Ar., Herod.), from ἴασις or from the aor., cf. Καλυψώ. 4. ἰατήρ physician (Il., Cypr., with ἰήτειρα adj. f. healing (Marc. Sid.), ἰατήριονmedicine, healing' (medic., Q. S.); 5. ἰάτωρ id. (Alcm., Thess. inscr.) with ἰατορία medical art (B., S. in lyr.); 6. ἰατής id. (LXX) with ἰατικός (Str.) 7. usu.. ἰατρός id. (Il.), with ἰατρικός, ἡ ἰατρική (τέχνη) art of healing (IA), ἰάτρια f. midwife (Alex.), ἰατρίνη id. (Rom. empire, cf. Schulze Kl. Schr. 428 m. n. 3), ἰατρεύω heal (Hp.) with ἰατρεία, -εῖον, ἰάτρευσις, -ευμα, -ευτικός; 8. ἴατρα n. pl. payment for healing (Epidauros, Herod.). More on ἰατήρ, ἰάτωρ, ἰατρός in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the diff. ἰατήρ : ἰάτωρ Benveniste Noms d'agent 46, also Schwyzer 531. - Here Ἰάσων? (s.v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Compared with ἰαίνω, Brugmann Grundr. 21, 1086 (= 22 : 3, 199) proposes: ἰῶμαι < *isā-i̯o-mai beside ἰαίνω = Skt. iṣaṇ-yá-ti like δρῶ < *drā-i̯ō beside δραίνω (but δραίνω is rather an innovation, s. on δράω. Schwyzer 681 a. 683 explains ἰάομαι as thematic tansformation of an athematic *ἴα-μαι (in Ία-μενόν Μ 139, 193 and in Cypr. ἰϳασθαι?); but such a form can hardly be IE. Diff. Wißmann Nom. postv. 1, 127 n. 1: ἰάομαι deverbative. - Doubts on the connection with ἰαίνω in Schulze Q. 381f.; wrong Ehrlich Betonung 136 (to Lat. sānus) and Theander Eranos 20, 33 (from ἰά). On the quantity of the ἰ- (in Hom. ι-, later also ι-) Schulze l. c., Sommer Lautstud. 9f. See N. van Brock, Vocab. médic. 9ff. Laryngalbetrachtungen bei Sturtevant Lang. 16, 86f.