σιγαλόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A glossy, glittering, Ep. Adj.: 1 of apparel, σ. χιτών Od.15.60, 19.232; εἵματα Il.22.154, Od.6.26; ῥήγεα ib. 38; δέσματα Il.22.468; cf. νεοσίγαλος. 2 of horses' reins, glittering with colour or metal work, Od.6.81, Il.5.226, etc.; of house-furniture, θρόνος Od.5.86; of a queen's chamber, ὑπερώϊα σιγαλόεντα 16.449, 18.206, etc.; νηὸν [σιγ]αλόεντα IG14.1026 (iii/iv A.D.). II fatty, oily, ἀμύγδαλα Hermipp.63.20; μνία Numen. ap.Ath.7.295c.
German (Pape)
[Seite 877] εσσα, εν, glatt, blank, glänzend, schimmernd; oft bei Hom.; – a) von glänzenden, mit bunten Farben oder Stickereien prangenden Kleidern und vom Frauenschmucke; εἵαατα, Il. 22, 154 Od. 6, 26; δέσματα, Il. 22, 468; ῥήγεα σιγαλόεντα, Od. 6, 38. 11, 189. 19, 318; χιτών, 15, 60, wo es einige Erkl. durch zart, weich, wie Schaum erklärten, δροσώδης, wie man etwa μνία σιγαλόεντα Numen. bei Ath. VII, 295 fassen kann, andere durch frisch, neu, was noch seinen vollen Glanz hat, indem sie das Pindarische νεοσίγαλος verglichen. – b) von glänzendem, reich gesticktem oder mit blanken Metallverzierungen belegtem Pferdegeschirr, ἡνία, Il. 5, 226. 11, 128. 17, 479 Od. 6, 81, was weder durch schwank, biegsam, ὑγρός, noch durch beschäumt, begeifert übersetzt werden darf. – c) von anderm glänzendem, prächtigem Hausrathe; θρόνος, ein polirter, φαεινός, mit Elfenbein od. Metall ausgelegter Sessel, Od. 5, 86; ὑπερώϊα, von dem Prunkgemach einer königlichen Frau, 16, 449. 18, 206. 19, 600. 22, 428. – Da die Ableitung von σιγάω zur Bdtg nur sehr gekünstelt paßt, zum Verstummen, so bewundernswerth, daß man keine Worte finden kann, so daben es neuere Erkl. auf σίαλος, Fett, zurückgeführt, wie Hermipp. bei Ath. I, 28 a ἀμ ύγδαλα σιγαλόεντα, fettige, ölige Mandeln sagt; das mit Fett Bestrichene stellt sich dem Auge immer blank, gleißend dar, so daß die Uebertragung leicht zu erklären ist; die Ableitung dat aber Schwierigkeit, wenn auch die Quantität des ι sich durch Versbedarf des Herameiers rechtfertigt.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγᾰλόεις: έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -στιλπνός, «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα αὐτόθι 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου νεοσίγαλος, νέος καὶ στιλπνός. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ πλαδαρός, εὔκαμπτος, ὡς τὸ ὑγρός, οὔτε ἀφρώδης (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ σίαλον)· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, θρόνος Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. παχύς, ἐλαιώδης, ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ ἐτυμολογία εἶναι ἡ ἐκ τοῦ σίαλος, πρβλ. σιγάλωμα ΙΙ πρὸς τὸ σιάλωμα ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων εἶναι εὔκολος ἡ μετάβασις εἰς τὴν καθόλου ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ λίπα, λίπος· καὶ προδήλως οὕτως ἐλήφθη ἡ λέξις ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. ἀθάνατος]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια».
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
luisant, brillant.
Étymologie: pour *σιαλόεις, de σίαλος ; cf. ἐγώ, ἐγών, et béot. ἰώ, ἰών ; sel. d’autres, de la R. Γαλ briller, v. γαλήνη, γάλα, etc., et du préf. σι- avec sens augmentatif comme ἐρι- et ἀρι-.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)
2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («ἡνία σιγαλόεντα», Ομ. Ιλ.)
3. (για διαμερίσματα καθώς και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση, πολυτελής («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)
4. λιπαρός, ελαιώδης («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, με αφορμή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γελεῖν
λάμπειν, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. γαλ- (πρβλ. γαλήνη) με επιτατικό πρόθημα σι- (πρβλ. Σί-συφος) και κατάλ. -όεις. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (πρβλ. σιγαλῶ, σιγάλωμα) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, τέλος, πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική].
Greek Monotonic
σῑγαλόεις: -εσσα, -εν, στιλπνός, ακτινοβόλος, αστραφτερός, λαμπρός, σε Όμηρ. (από το σίαλος, με ένθεση του γ, και το ι να καθίσταται μακρό χάριν μέτρου).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγαλόεις -οέσσα -όεν blinkend, glanzend.
Russian (Dvoretsky)
σῑγᾰλόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (εἵματα, ἡνία, θρόνος, ὑπερώϊα Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ep. adjunct of ἡνία, χιτών, εἵματα, θρόνος a. o., approx. brilliant, gleaming (Hom.), later of ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).
Derivatives: Besides νεο-σίγαλος with a new brilliance (τρόπος; Pi.), which may have been built to σιγαλόεις after the pattern of παιπαλόεις : πολυ-παίπαλος a. o. (Leumann Hom. Wörter 214 n. 8). Denom. verb σιγαλόω to smoothen, to polish (Apollon. Lex. s. σιγαλόεντα, sch. Pi.); σιγάλωμα n. polishing tools of a cobbler (Apollon. ibd., H. s. σιγαλόεν), also border, edging of a pelt (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); beside it with loss of the γ (Schwyzer 209) σιάλωμα iron mountings of a roman longshield (Plb. 6, 23, 4; H.). The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός). -- Etymolog. unclear. After Brugmann IF 39, 143 f. to γελεῖν λάμπειν a. cogn. (s. γαλήνη) with enforcing σι- (s. Σίσυφος; σι- metr. lengthening); a diff. supposition on σι- in Hofmann Et. Wb. s. v. Diff. Bechtel Lex. s. v.; by Brugmann l. c. rightly rejected. Older attempts in Bq. See also Szemerényi, Studia Pagliaro 3, 243-5.