λήκυθος

From LSJ
Revision as of 19:56, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήκῠθος Medium diacritics: λήκυθος Low diacritics: λήκυθος Capitals: ΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: lḗkythos Transliteration B: lēkythos Transliteration C: likythos Beta Code: lh/kuqos

English (LSJ)

(Dor. λάκυθος [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,

   A oil-flask, δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.    2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.    II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple, = βρόχθος, Clearch.72.

Greek (Liddell-Scott)

λήκῠθος: ἡ, ἐλαιδόχον ἀγγεῖον, κοινῶς «ῥοΐ», ἀγγεῖον ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, ἐπιτήδευσις περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς καλλωπισμός, τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, ληκυθίζω, ἐπιληκυθίστρια· οὕτως ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ χρῆσις αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη παροιμιώδης ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. ληκύθιον ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ βρόχθος, Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. petit vase, particul. :
1 burette à huile;
2 lécythe, fiole à parfums, à onguents;
3 fig. enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (cf. lat. ampulla);
II. cartilage saillant de la gorge, pomme d’Adam (d’ord. βρόχθος).
Étymologie: DELG t. techn. qui risque d’être emprunté.

English (Autenrieth)

oil-flask, Od. 6.79 and 215.

Greek Monolingual

η (Α λήκυθος, δωρ. τ. λάκυθος)
μικρού ή μεσαίου μεγέθους αγγείο σε σχήμα φιάλης, με μία λαβή, στενό λαιμό και βαθύ στόμιο, στο οποίο, κατά την αρχαιότητα, έβαζαν αρωματικά λάδια είτε για χρήση τών ζώντων είτε για προσφορά στους νεκρούς
νεοελλ.
ανατ. διεύρυνση σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως είναι οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων του αφτιού, η λήκυθος του Φάτερ στο τοίχωμα του δωδεκαδάκτυλου και η κοπροδόχος λήκυθος του ορθού στο έντερο
αρχ.
1. ο χόνδρος του λάρυγγα ο οποίος προεξέχει, το μήλο του Αδάμ, το καρύδι
2. στον πληθ. αἱ λήκυθοι
στομφώδη ρητορικά σχήματα, ρητορικός στολισμός του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που είναι πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λεκάνη, λοξός.
ΠΑΡ. αρχ. ληκύθειος, ληκυθιάδες, ληκυθίζω, ληκύθιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληκυθοποιός, ληκυθοπώλης, ληκυθουργός, ληκυθοφόρος
νεοελλ.
ληκυθοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αυτολήκυθος, μονολήκυθος, ξυστρολήκυθος, στλεγγιδολήκυθος.

Greek Monotonic

λήκῠθος: Δωρ. λάκυθος[ᾶ], ἡ,
I. δοχείο λαδιού, μπουκάλι λαδιού, λαδικό, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, θήκη για μυρωδικά, σε Αριστοφ.
II. στον πληθ., ρητορικά σχήματα, επιτήδευση, φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

λήκῠθος:
1) флакон (для масла, благовоний и т. п.) Hom., Arph. etc.;
2) (лат. ampulla) напыщенность, высокопарность речи Cic.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)
Meaning: oil-, parfumbottle with handle (Od.), also metaph. rhetorical bombast' (Cic., Plin.; = Lat. ampulla).
Dialectal forms: Epid. λάκυθος (IVa)
Compounds: Few compp., e.g. αὑτο-λήκυθος who carries (for poverty) his own oilcasket = poor man, beggar (Att.).
Derivatives: Diminutivum ληκύθιον (Att.), ληκυθιάδες ἐνώτια ποιά (H.), ληκυτίαι pl. = λήκυθοι (pap.). - Denomin. verb ληκυθίζω give a dump, hollow sound (as from a bottle with a small neck), speak deep in the throat (Call., Str., Phryn., Poll.) with ληκυθ-ιστής who recited with hollow voice, κοιλόφωνος(S. Fr. 1063, H.), -ισμός hollow, dump speaking (Plu.); also as backformation λήκυθος τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὑχένος ἠχῶδες (Clearch.); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 35 n. 12, Bill ClassPhil. 36, 46ff.; extensive Quincey Class Quart. 43, 32ff. with diff. interpretation and discussion.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cultural word (cf. Schwyzer 61, Hermann Glotta 13, 152); also GN Λήκυθος (Macedonia). Wrong IE etymologies in Bq and v. Blumenthal Gnomon 10, 526. Connection with OCS lakъtь, Russ. lákotь pot is doubtful, s. Vasmer Wb. s. v. (see Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50). On λήκυθος in gen. L. J. Elferink, Lekythos. Archäologische, sprachliche und religionsgeschichtliche Untersuchungen. Amsterdam 1934 (in linguistical aspects contestable). - Fur. 121 connects λάγυνος, λάγιον beaker, vase.