θρέμμα Search Google

From LSJ
Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέμμα Medium diacritics: θρέμμα Low diacritics: θρέμμα Capitals: ΘΡΕΜΜΑ
Transliteration A: thrémma Transliteration B: thremma Transliteration C: thremma Beta Code: qre/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τρέφω)

   A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt.261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib.264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg.819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib.789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις . . θ. Id.Criti.118b, al.    2 of men, S.OT1143, Ph.243; Χαρίτων θ. Ar.Ec.973; δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg.777b, cf. Tht.174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG3113 (Teos).    3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr.1093 (cf. Pl.Chrm.155e); of Cerberus, S.Tr.1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach, θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th.182; ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El.622, cf. Ar.Lys.369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr.574; νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg.790d; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written θέρματα BGU478.15 (ii A.D.)).

German (Pape)

[Seite 1217] τό, das Ernährte, Aufgezogene, der Zögling, Pflegling; von Menschen, Soph. Phil. 243 O. R. 1143; νεογενῆ θρ. παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; δύσκολον θρ. ἄνθρωπος, schwer aufzuziehen, VI, 777 b; von Thieren, ὀρνίθων θρέμματα VII, 789 b; von Hausthieren, Xen. Oec. 20, 23 Ages. 9, 6; vgl. Ath. IX, 375 b; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. Polit. 261 a; von gefährlichen Th., wie der nemeische Löwe, ἄπλατον θρ. Soph. Trach. 1083 (vgl. Plat. Charm. 155 d), der Cerberus, δεινῆς Ἐχίδνης θρ. 1089, vom Gifte der Hydra, 571; vom Fische, Archestr. bei Ath. VII, 328 c; vgl. Antiphan. ib. IV, 169 e; von einem Mückenschwarm, Mel. 93 (V, 151). – Als Schmähwort: θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch. Spt. 164; ὦ θρέμμ' ἀναιδές Soph. El. 612.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourrisson, rejeton, créature : ὦ θρέμμ’ ἀναιδές SOPH créature impudente ! p. périphr. θρέμματα παίδων, c. παῖδες ; ὕδρας θρέμμα, c. ὕδρα, etc.
Étymologie: τρέφω.

English (Slater)

θρέμμα
   1 nursling θρέμματα Μουσῶν (sc. ποιηταί) ?fr. 352.

English (Strong)

from τρέφω; stock (as raised on a farm): cattle.

English (Thayer)

θρεμματος, τό (τρέφω), whatever is fed or nursed; hence:
1. a ward, nursling, child (Sophocles, Euripides, Plato, others).
2. a flock, cattle, especially sheep and goats: Xenophon, oec. 20,23; Plato, Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ θρέμμα) τρέφω
1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί
2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα
τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «γέννημα και θρέμμα» — αυτόχθονος κάτοικος
μσν.
γέννημα, δημιούργημα
αρχ.
1. ο δούλος που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του
2. (για λιοντάρι) πλάσμα, δημιούργημα
3. (για πράγμα) προϊόν
4. φρ. α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνια
β) «Ἐχίδνης θρέμμα» — ο Κέρβερος
γ) «θρέμμα Σελινοῡντος» — είδος ψαριού
δ) «κακά θρέμματα» — σμήνος κουνουπιών
ε) «Καρύστου θρέμμα» — ποτήρι κατασκευασμένο στην Κάρυστο.

Greek Monotonic

θρέμμα: -ατος, τό (τρέφω),
1. ανάθρεμμα, δημιούργημα, γέννημα, λέγεται για πρόβατα και κατσίκια, σε Ξεν., Πλάτ.
2. λέγεται για ανθρώπους, σε Σοφ., κ.λπ.
3. λέγεται για άγρια ζώα, στον ίδ.
4. χρησιμοποιείται ως μομφή, επίπληξη, κατασκεύασμα, θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· ὦ θρέμμ' ἀναιδές, σε Σοφ.
5. ὕδρας θρέμμα, περιφρ. αντί ὕδρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρέμμα: ατος τό1) питомец, дитя, отпрыск: τοῦ γέροντος θ. Λυκομήδους Soph. отпрыск старого Ликомеда, т. е. Νεοπτόλεμος; Χαρίτων θ. Arph. питомица Харит;
2) создание, творение, существо (εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θ. Plat.): δύσκολον τὸ θ. ὁ ἄνθρωπος Plat. мятежное существо человек; ὦ θ. ἀναιδές! Soph. ах ты, бесстыдное создание!;
3) тварь, зверь, животное: τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. стада животных; τὰ ἥμερα καὶ ἄγρια θρέμματα Plat. ручные и дикие животные; ὑηνὰ θρέμματα Plat. свиньи; ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον Soph. страшный и неукротимый зверь (= Немейский лев);
4) исчадье, отродье (δεινῆς Ἐχίδνης Soph.; τὰ μυσαρὰ ταῦτα θρέμματα Plut.);
5) описательно с gen. epexegeticus: θ. Λερναίας ὕδρας Soph. = Λερναία ὕδρα; θρέμματα παίδων Plat. = παῖδες; ὀρνίθων θρέμματα Plat. = ὄρνιθες; θρέμματα παλλακῶν Plut. = παλλακαί.

Middle Liddell

θρέμμα, ατος, τό, τρέφω
1. a nursling, creature, of sheep and goats, Xen., Plat.
2. of men, Soph., etc.
3. of wild beasts, Soph.
4. as a term of reproach, a creature, θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch.; ὦ θρέμμ' ἀναιδές Soph.
5. ὕδρας θρ., periphr. for ὕδρα, Soph.