εὐχαριστία
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ,
A thankfulness, gratitude, Decr. ap. D.18.91, Stoic.3.67, Phld.Ir.p.93 W.; τοῦ δήμου OGI227.6 (Didyma, iii B.C.); πρός τινα D.S.17.59, PLond.3.1178.25 (ii A.D.); πρὸς τὸν θεόν Plb.1.36.1; ἀπόντι μᾶλλον εὐ. ποίει Men.693. 2 giving of thanks, εἰς εὐ. θεοῦ SIG798.5 (Cyzicus, i A.D.), cf. Ph.1.60, LXX Wi.16.28, Corp.Herm.1.29, etc.: pl., ποιεῖσθαι -ίας 1 Ep.Ti.2.1.
German (Pape)
[Seite 1108] ἡ, Dankbarkeit, Dem. 18, 92, in einem Dekrete der Byzantier; Pol. 8, 14, 8 u. a. Sp.; ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον εὐχ. D. Sic. 17, 59, Danksagung; Plut. – Bei den K. S. das heilige Abendmahl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχᾰριστία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συναίσθησις ἢ ἔκφρασις εὐγνωμοσύνης, εὐγνωμοσύνη, Ἱππ. 28. 11, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 19· πρός τινα Διόδ. 17. 59· ἀπόντι μᾶλλον εὐχ. ποίει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 146. 2) ἀπονομὴ εὐχαριστίας, ἡ «ἁγία Εὐχαριστία», ἤτοι τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, Ἰγνάτ. 700Β, 713Β, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 65, κλ. 3) τὰ ἅγια δῶρα, ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ οἶνος, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. Ι. 66 (Τρυφ. 70), Κλημέντια 12. 36, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 692Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 reconnaissance;
2 action de grâces.
Étymologie: εὐχάριστος.
English (Strong)
from εὐχάριστος; gratitude; actively, grateful language (to God, as an act of worship): thankfulness, (giving of) thanks(-giving).
English (Thayer)
εὐχαριστίας, ἡ (εὐχάριστος, which see);
1. thankfulness: decree of the Byzantines in Demosthenes, p. 256,19; Polybius 8,14, 8; Additions to 8:12 d], Fritzsche edition; πρός τινα, Diodorus 17,59; Josephus, Antiquities 3,3.
2. the giving of thanks: τῷ Θεῷ (cf. Winer s Grammar, § 31,3; (Buttmann, 180 (156)); Kühner, § 424,1), τοῦ Θεοῦ, 1 Timothy 2:1.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία)
1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη
2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία
3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» — η θεία μετάληψη, το μυστήριο της μετουσιώσεως του άρτου και του οίνου σε αίμα και σώμα κατά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία
β) «έχω ευχαριστία» — χρωστώ χάρη σε κάποιον ή νιώθω ευγνωμοσύνη για κάτι
4. ευχαριστήρια προσφορά
μσν.
1. ευχαρίστηση, ικανοποίηση
2. χαρά, απόλαυση
αρχ.
απονομή ή απόδοση δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστώ (< ευχάριστος)].
Greek Monotonic
εὐχᾰριστία: ἡ,
1. ευγνωμοσύνη, ευαρέσκεια, σε Ψήφ. παρά Δημ.
2. απονομή ευχαριστιών.
Russian (Dvoretsky)
εὐχᾰριστία: ἡ
1) благодарность, признательность Dem., Polyb.;
2) воздание благодарности, благодарение (πρός τινα Diod.; τινί NT).
Middle Liddell
εὐχᾰριστία, ἡ,
1. thankfulness, gratitude, Decret. ap. Dem.
2. a giving of thanks. [from εὐχάριστος