θρυλίσσω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
A crush, shiver, smash, θρυλίξας Lyc.487:—Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Il.23.396.
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλίσσω: (κοινῶς θρυλλ-), θραύω, συντρίβω, θρυλίξας Λυκόφρ. 487. - Παθ., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Ἰλ. Ψ. 396.
French (Bailly abrégé)
1 mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;
2 frissonner, grelotter.
Étymologie: DELG à rapprocher de θραύω.
Greek Monolingual
θρυλίσσω (Α)
συντρίβω, τσακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE dhrus-lo- και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο». Από την ίδια ρίζα προήλθαν και τα γοτθ. driusan «καταπίπτω, θρυμματίζομαι», λεττ. druska «τεμάχιο». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το θραύω, ενώ η γλώσσα του Ησυχίου θρυλλεῖ
ταράσσει, ὀχλεῖ δεν είναι βέβαιο αν ανήκει στην ίδια ρίζα ή αν πρόκειται για παράγωγο του θρύλος, όπως το θρυλώ, με άλλη σημ.
ΠΑΡ. αρχ. θρύλιγμα.
Greek Monotonic
θρῡλίσσω: (λαϊκιστή θρυλλ-), θραύω, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω· Παθ., θρυλίχθη δὲμέτωπον (Επικ. αντί ἐθρυλίχθη), σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
(*θρυλίζω?)
Grammatical information: v.
Meaning: crush, smash only in θρυλίχθη δε μέτωπον (Ψ 396), θρυλίξας (Lyc. 487)
Derivatives: θρύλιγμα fragment (Lyc. 880).
Origin: IE [Indo-European] [274] *dʰreus- crumble
Etymology: Denominative verb from *θρῦλος (on the formation Schwyzer 733 ζ and 737f.), which belongs to Welsh dryll fragment, Gallorom. *drullia pl. waste and like this goes back on IE *dhrus-lo- or *dhrus-li̯o-. The primary verb prob. in Germanic, e. g. Goth. driusan fall down, prop. *`crumble (down)'. Cf. with velar suffix Latv. druska morsel, crumb; very uncertain however Lat. frustum morsel. - Whether θρυλ[λ]εῖ ταράσσει, ὀχλεῖ H. belongs here (Bechtel Lex. s. θρυλίζω), is doubtful; it may as well be an occasional use of θρυλεῖν brag, boast. One further wants to connect θραύω but its vowel remains unexplained, s. v., one expects *dʰreh₂-u-, for which there is no indication; one might also compare θρύπτω. Further forms Pok. 274f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. druskà, W.-Hofmann s. frustum.
Middle Liddell
θρῡλίσσω, θρῦλος
to crush, shiver, smash:— Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον (epic for ἐθρυλίχθἠ Il.