συμμερίζω

From LSJ
Revision as of 01:28, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμερίζω Medium diacritics: συμμερίζω Low diacritics: συμμερίζω Capitals: ΣΥΜΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: symmerízō Transliteration B: symmerizō Transliteration C: symmerizo Beta Code: summeri/zw

English (LSJ)

   A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12.    2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20.    3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.

German (Pape)

[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.

French (Bailly abrégé)

donner une part proportionnelle, τινί τι de qch à qqn;
Moy. συμμερίζομαι;
1 m. sign.
2 prendre sa part de, participer à, τινι.
Étymologie: σύν, μερίζω.

English (Thayer)

(WH συνμερίζω (cf. σύν, II. at the end)): to divide at the same time, divide together; to assign a portion; middle present 3rd person plural συμμερίζονται: τίνι, to divide together with one (so that a part comes to me, a part to him) (R. V. have their portion with), Diodorus Siculus, Dionysius Halicarnassus, (Diogenes Laërtius)

Greek Monotonic

συμμερίζω: μέλ. —σω, διανέμω σε μερίδια, διαμοιράζω — Μέσ., λαμβάνω μερίδιο σε ή από κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.

Middle Liddell

fut. σω
to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.