συσκευασία

From LSJ
Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκευᾰσία Medium diacritics: συσκευασία Low diacritics: συσκευασία Capitals: ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: syskeuasía Transliteration B: syskeuasia Transliteration C: syskevasia Beta Code: suskeuasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.

German (Pape)

[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.

Greek Monotonic

συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συσκευᾰσία: ἡ подготовка, приготовления, сборы Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.

Middle Liddell

συσκευᾰσία, ἡ, [from συσκευάζω
a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.