φάρσος
English (LSJ)
εος, τό,
A any piece cut off or severed, portion, ( = τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον, ἀκρωτήριον, Hsch.; part of a house, Poll.7.121); φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt.1.180; ἐν φάρσεϊ ἑκατέρῳ ib. 181, cf. 186; φ. βότρυος AP6.299 (Phan.); φ. δραχμαῖον Nic.Th.664; σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. J.AJ8.7.7. 2 = velamen, Gloss.; ῥούσιον φ., = vexillum, ibid.; φ. σκεπαστήρια protective sheets or coverings, J.AJ3.8.2; ὡραῖον τὸ φ. ἄθεσι παντοίοις ib.3.6.4; λίνεον φ. ibid.
German (Pape)
[Seite 1257] τό (pars), jedes abgerissene, abgesonderte Stück, Theil, Abtheilung; φάρσεα πόλιος, die Theile der Stadt, Stadtviertel, Her. 1, 180. 181. 186; oft bei sp. D., βότρυος Phani. 5 (VI, 299), vgl. 4. 6 (VI, 297. 307).
Greek (Liddell-Scott)
φάρσος: -εος, τό, (ἴδε ἐν λέξ. φάρος)· ― μέρος ἀποκεκομμένον, ἀποκεχωρισμένον, φάρσεα πόλιος, τὰ μέρη, αἱ συνοικίαι αὐτῆς, Ἡρόδ. 1. 180· ἐν φάρσει ἑκάστῳ αὐτόθι 181, πρβλ. 186· φ. βότρυος Ἀνθ. Π. 6. 299· σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
morceau, portion, fragment ; φάρσεα πόλιος HDT quartiers d’une ville.
Étymologie: φάρω.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
1. κομμάτι, τεμάχιο
2. κάλυμμα, σκέπασμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον»
4. φρ. «φάρσεα πόλιος» — οι συνοικίες της πόλης (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhŗ της ΙΕ ρίζας bher- «κατεργάζομαι με κοφτερό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» (βλ. λ. φάρος [III], φάραγγα, φάρυγγας) με παρέκταση -s- (πρβλ. και το αρχ. ιρλδ. berraim [< bher-s] «κουρεύω, κόβω»). Επομένως, το -σ- της λ. φάρσος ανήκει στη ρίζα και όχι στο επίθημα του τ. (πρβλ. ἅψος, μύσος, ὕψος, τ. με επίθημα -σος). Τέλος, παράλληλα προς το ουδ. φάρσος απαντά και ένας ρηματ. τ. αορ. φάρσαι (για το ζεύγος αυτό πρβλ. ἅψος: απρμφ. αορ. ἅψαι του ρ. ἅπτω)].
Greek Monotonic
φάρσος: -εος, τό, μέρος, τμήμα, φάρσεα πόλιος, οι συνοικίες της πόλης, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φάρσος: εος τό
1) часть: ἔστι δὲ δύο φάρσεα τῆς πόλιος Her. город состоит из двух частей;
2) кусок (πετάσου Anth.): φ. βότρυος Anth. гроздь или груда винограда.
Middle Liddell
φάρσος, ος, εος, τό,
a part, portion, φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt. [deriv. uncertain]