νυστάζω
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
fut. -άξω LXXIs.5.27 : aor.
A ἐνύσταξα Thphr.Char.7.8, LXX 2 Ki.4.6, al. ; ἐνύστασα Dionys.Com.2.43, AP12.135 (Asclep.) :— mostly pres., to be half asleep, doze, νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδοις X.Cyr. 8.3.43 ; ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Pl.Ap.31a ; ὀφθαλμοὶ πλέοντες ὥσπερ τῶν νυσταζόντων Hp.Epid.7.17 ; οὐχὶ νυστάζειν ἔτι ὥρα ’στίν Ar.Av.639, cf. Xenarch.2.1, Com.Adesp.185 ; νυστάζοντος δικαστοῦ Pl.R.405c : metaph., ν. τε καὶ ἀπορεῖ Id.Ion533a ; τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει Id.Lg.747b ; ἔν τινι in a thing, Plu.2.675b. 2 hang the head, ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε APl.c. (Cf. Lith. snústi (stem snúd-) 'grow drowsy'.)
Greek (Liddell-Scott)
νυστάζω: μέλλ. -άξω, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 27): ἀόρ. ἐνύσταξα Θεοφρ. Χαρακτ. (πρβλ. ἐπιν-), ἀλλὰ ἐνύστασα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 43, Ἀνθ. Π. 12. 135· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστῶτα, ἐπινεύω κάτω διὰ τὴν ἐπιγινομένην ἐκ τοῦ ὕπνου καταφοράν, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, «μὲ παίρνει ὁ ὕπνος», νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδῃς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 43· ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 31Α. 2) θέλω νὰ κοιμηθῶ, ἔχω διάθεσιν πρὸς ὕπνον, Λατ. dormito, οὐχὶ νυστάζειν γ’ ἔτι ὥρα ’στὶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 639· νυστάζοντος δικαστοῦ Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., ν. τε καὶ ἀπορεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 533Α· τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Β· ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 675Β. 3) κλίνω τὴν κεφαλήν, ἐδάκρυσε καὶ ἐνύσταξε Ἀνθ. Π. 12. 135. - (Ἴδε ἐν λέξ. νεύω καὶ πρβλ. νευστάζω).
French (Bailly abrégé)
f. νυστάξω, ao. ἐνύστασα et ἐνύσταξα, pf. inus.
laisser tomber la tête ; s’assoupir, s’endormir ; fig. être nonchalant, mou, négligent.
Étymologie: *νυστός, adj. verb. de νεύω.
English (Strong)
from a presumed derivative of νεύω; to nod, i.e. (by implication) to fall asleep; figuratively, to delay: slumber.
English (Thayer)
1st aorist ἐνύσταξα; (ΝΥΩ, cf. νεύω, νευστάζω); the Sept. for נוּם;
1. properly, "to nod in sleep, to sleep (Hippocrates, Aristophanes, Xenophon, Plato, others); to be overcome or oppressed with sleep; to fall asleep, drop off to sleep," (cf. Wycliffe) to nap it"): Sept. for נִרְדַּם, dormito (cf. our to be napping), tropical equivalent to: to be negligent, careless (Plato, Plutarch, others): of a thing equivalent to to linger, delay, 2 Peter 2:3.
Greek Monolingual
(ΑΜ νυστάζω)
αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, -η, -ο
α) νυσταλέος
β) νωθρός, δυσκίνητος
νεοελλ.-μσν.
βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.)
αρχ.
1. μέ παίρνει ύπνος, κυριεύομαι από ύπνο («ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι», Πλάτ.)
2. είμαι αμελής και αδιάφορος, δεν δίνω την προσοχή που πρέπει («κάλλιον... μηδὲν δεῑσθαι νυστάζοντος δικαστοῡ», Πλάτ.)
3. είμαι νωθρός
4. γέρνω το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. του ρήματος: α) νυστάζω < νευστάζω, μηδενισμένη βαθμίδα του νεύω με εκφραστικό επίθημα -(σ)τάζω
β) < ρίζα sneudh / snudh- (πρβλ. λιθουαν. snustu, snusti «κοιμάμαι ελαφρά, νυστάζω», snudă «κοιμάμαι» και snaudālius «νυσταλέος») με εκφραστικό επίθημα -τάζω (πρβλ. βαστάζω, βλαστάζω). Η δεύτερη άποψη κρίνεται περισσότερο πιθανή].
Greek Monotonic
νυστάζω: αόρ. αʹ ἐνύσταξα και ἐνύστασα·
1. γέρνω το κεφάλι μου γιατί με παίρνει ο ύπνος, κοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, σε Ξεν., Πλάτ.
2. είμαι νυσταλέος, κοιμισμένος, Λατ. dormito, σε Αριστοφ., Πλάτ.
3. κρεμώ προς τα μπρος το κεφάλι, κλίνω το κεφάλι μου προς τα μπρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυστάζω: (aor. ἐνύστασα и ἐνύσταξα)
1) сонно покачиваться, опускать в дремоте голову, дремать Plut., NT: ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Plat. словно разбуженные от дремоты;
2) перен. дремать, быть сонливым, ленивым или невнимательным, небрежным (ὁ νυστάζων καὶ ἀμαθὴς φύσει Plat.; ἡ ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάζει NT).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: slumber, be sleepy.
Other forms: most pres. (Hp., Att.), aor. -άξαι (Thphr., LXX), -άσαι (Dionys. Corn., AP).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ὑπο-, ἐπι-.
Derivatives: νυσταγμός m. drowsiness (Hp., LXX), νύσταγμα n. nap, short sleep (LXX), νύσταξις H. as explanation of νῶκαρ; νυστακτής as adjunct of ὕπνος (Ar. V. 12, Alciphr.), -ακτικῶς in a sleepy way (Gal.). Also νυσταλέος sleepy (Aret., H.), after ὑπναλέος with jumping over of the presentsuffix (Debrunner IF 23, 18), νύσταλος (Com. Adesp.) wit νυσταλωπιᾶν νυστάζειν H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [987] *snud- sleepy, slumber
Etymology: Of νυστάζω strongly remind some Baltic expressions for slumber, sleepy, e.g. Lith. snús-tu, snúd-au, snús-ti slumber away with snud-à, snùd-is sleeper, dreamer; with diff. ablaut snáud-žiu, snáus-ti slumber; further with l-suffix but independent of νυσταλέος Lith. snaudãlius sleepy man, Latv. snaudule sleepy-head (de Saussure MSL 6, 76 = Rec. 412, Schulze KZ 29, 263 = Kl. Schr. 376). Then -τάζω is purely enlarging as in κλασ-τάζω (κλα[σ]- or κλαδ-), βαστάζω (βαδ-?) a.o.; cf. Schwyzer 706. If right, the old obvious connection with νεύω nod (thus still Schwyzer 348; against it Georgacas Glotta 36, 173) must fall. -- After Solmsen Glotta 2, 75 ff., here also νυθόν, νοῦθος (s.v.); very doubtful.
Middle Liddell
1. to nod in sleep, to nap, slumber, Xen., Plat.
2. to be sleepy, napping, Lat. dormito, Ar., Plat.
3. to hang the head, Anth.