εξελίσσω

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω)
με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία»)
νεοελλ.
μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)
αρχ.
1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.)
2. ερμηνεύω («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῡ θεσπίσματα;», Ευρ.)
3. διηγούμαι
4. διαγράφω, χαράζω με γρήγορη κίνησηἔνθα Νηρῄδων χοροί κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδός», Ευρ.)
5. καταδιώκω, κυνηγώ γύρω από κάτι («ὁ δ' έξελίσσων παῑδα κίονος κύκλῳ», Ευρ.)
6. περιστρέφομαι
7. (για τη σελήνη) συμπληρώνω την περιφορά μου
8. (για λαγό) τρέχω κάνοντας ελιγμούς
9. αλλάζω δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω», Αρρ.)
10. (για πλοίο) πλέω με ελιγμούς
11. (με αιτ. τοπ.) προχωρώ ή πλέω ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου
12. (ως στρατ. όρος) εκτείνω το μέτωπο του στρατεύματος, μεταβάλλω οποιαδήποτε πλευρά της φάλαγγας σε μέτωπο
13. (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις
14. προχωρώ παραταγμένος για μάχη εναντίον του εχθρού
15. απαλλάσσω από την απειλή εχθρικού στρατού.