διαίρω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
aor.
A διῆρα D.H.1.35:—raise up, lift up, δ. ἄνω τὸν αὐχένα X.Eq.10.3: metaph., exaggerate, τὰ πράγματα Ph.2.575:—Med., rise, become prominent, of the breasts, Hp.Gland.16; lift up oneself, πρὸς τὴν τῶν ὅλων θέαν Arist.Mu.391a3: c. acc., lift up what is one's own, δ. τὴν βακτηρίαν Plu.Lys.15; τοὺς ἄκοντας Luc.Tox.40; τόσον δ. take so much on oneself, dub. l. in Pl.Ax.370b:—Pass., δ. πρός, εἰς ὕψος, Ph.2.510, 619: metaph., πρὸς ἀλαζονείαν Plu.2. 116e. II separate, remove, τὸν πόλεμον ἀπό… Plu.Ages.15:— Med., διαράμενος (sc. τοὺς πόδας) with long strides, Thphr.Char.3.6. 2 δ. τὸ στόμα open one's mouth, D.19.112,207: hence Rhet., διηρμένος lofty, sublime, D.H.Rh.6.6, Vett.Cens.5.3, Longin.2.2, Hermog. Id.2.9; λέξις ib.1.1; ποιητική Luc.Hist.Conscr.45. III intr. (sc. ἑαυτόν, etc.), lift oneself over, cross, τὸ πέλαγος, of swans, Arist.Fr.344; τὸν πόρον Plb.1.37.1; εἰς Σαρδόνα ib.24.5, etc.; τὴν ἀκτήν D.H. l.c.
German (Pape)
[Seite 580] (s. αἴρω), 1) aufheben, erheben; ἄνω τὸν αὐχένα Xen. de re equ. 10, 3. – Med., sich erheben, πρὸς τὴν τῶν ὄντων θέαν Arist. mund. 1; βακτηρίαν, seinen Stock erheben, Plut. Lys. 15, u. öfter; Luc. Tox. 40; – οὐδὲ τὸ στόμα διᾶραι, nicht einmal den Mund (von einander thun) öffnen u. die Stimme erheben, Dem. 19, 112. 21, 67; προσωπεῖα διῃρμένα τὸ στόμα, mit aufgesperrtem Munde, Luc. – Vom Styl, erhaben, διῃρμένος, Rhetor., vgl. Schäfer Melet. p. 10. – 2) intrans., sich erheben, aufbrechen; ἐς Σικελίαν Pol. 1, 39, 1, u. öfter; auch = übersetzen, über τὸν πόρον, τὸν κόλπον, 1, 37, 1. 5, 16, 5; vgl. αἴρω.
Greek (Liddell-Scott)
διαίρω: μέλλ. διᾰρῶ, ἐγείρω, ἀνυψῶ, δ. ἄνω τὸν αὐχένα Ξεν. Ἱππ. 10, 3. - Μεσ., ἐγείρω ἐμαυτόν, ὑψοῦμαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 1· ἐγείρω τι τῶν ἐμῶν, δ. τὴν βακτηρίαν Πλούτ. Λυσ. 15 (ἐκτὸς ἂν διορθωθῇ τῇ βακτηρίᾳ, ὁπότε το διαράμενος θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοιαν ἣν παρὰ Θεοφρ., ἴδε κατωτ.)· τόσον δ., τόσον ἀναλαμβάνω ἐπάνω μου, Πλάτ. Ἀξ. 370Β. - Παθ., δ. εἰς, πρὸς ὕψος Φίλων 2. 510, 614. ΙΙ. χωρίζω, μετακινῶ, μεταφέρω, τὸν πόλεμον ἀπὸ… Πλούτ. Ἀγησ. 15. - Μέσ., διαράμενος (ἐνν. τὰ σκέλη), grandi gradu, μὲ μεγαλοπρεπὲς βάδισμα (Casaub.) Θεόφρ. Χαρ. 3. 2) δ. τὸ στόμα, ἀνοίγω τὸ στόμα μου, Δημ. 375. 14., 405. 26· ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, διηρμένος, ὁ ἀγορεύων ore rotundo, μὲ ὕφος ὑψηλόν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 6, π. Ἀρχ. Συγγρ. 5. 3, Ἑρμογ., κτλ. ΙΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν, κτλ.), μεταφέρω ἐμαυτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, διαβαίνω, διαπλέω, τὸ πέλαγος Ἀριστ. Ἀποσπ. 268· τὸν πόρον Πολύβ. 1. 37, 1· εἰς Σικελίαν ὁ αὐτ. 1. 24, 5, κτλ.· πρβλ. αἴρω.
French (Bailly abrégé)
f. διαρῶ, ao. διῆρα, pf. διῆρκα, part. pf. Pass. διηρμένος;
1 tr. lever pour éloigner : δ. τὸν πόλεμον ἀπό PLUT transporter la guerre loin de;
2 intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν ou νῆα) se lancer à travers, traverser;
Moy. διαίρομαι;
1 lever en écartant : διαράμενος (s.e. τὰ σκέλη) THC litt. ayant écarté (les jambes), càd ayant marché à grands pas;
2 lever qch à soi : βακτηρίαν PLUT son bâton.
Étymologie: διά, αἴρω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαείρω Orác. en Porph.Fr.314.28
I 1levantar, alzar, ἄνω δὲ τὸν αὐχένα διαίρειν levantar el cuello hacia arriba unos caballos, X.Eq.10.3 (cód.), en v. pas. τῶν διηρμένων πρὸς ὕψος Ph.2.510
•tb. en v. med. τὴν βακτηρίαν διαράμενος Plu.Lys.15, διηρμένοι τοὺς ἄκοντας Luc.Tox.40.
2 fig. exagerar τὰ πράγματα Ph.2.575
•part. pas. διηρμένος ret. excelso, sublime ἡ ἀπαγγελία D.H.Rh.6.6, del estilo de Licurgo, D.H.Imit.5.3, del de Homero, Hermog.Id.22.9 (p.371), λέξις Hermog.Id.1.1 (p.219), de la poesía, Luc.Hist.Cons.45
•subst. ἐν τοῖς παθητικοῖς καὶ διηρμένοις en las emociones y en las sublimidades Longin.2.2
•en v. med. c. πρός y ac. elevarse, remontarse ἡ φιλοσοφία ... διαραμένη πρὸς τὴν τῶν ὅλων θέαν remontándose la filosofía a la contemplación del todo Arist.Mu.391a3, διαίρεσθαι πρὸς ἀλαζονείαν elevarse hasta la jactancia, e.e. ensoberbecerse Plu.2.116e.
3 medic., en v. med. aumentar de volumen, hincharse διαίρεται ὁ σπλὴν ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Hp.Mul.1.61.
II διά ‘a través de’ c. ac. de n. geog. cruzar, atravesar τὸ πέλαγος Arist.Fr.344, τὸν πόρον Plb.1.37.1, τὴν ἀκτήν D.H.1.35
•intr., c. εἰς y ac. εἰς Σαρδόνα Plb.1.24.5, εἰς Βυζάντιον Plb.4.44.3, cf. Plb.16.15.4, D.S.19.71, c. εἰς c. ac. y ἐκ c. gen. ἐκ τῆς Αἰγύπτου ... εἰς τὴν Κύπρον D.S.19.79, c. ἐπί c. ac. πανταχόθεν διῆραν ἐπὶ Ταίναρον D.S.17.111, c. ἐπί y gen. διαίρων ἐπ' Ἀκράγαντος D.S.19.70
•abs. hacer la travesía Plb.10.42.1, Plu.2.196c, Epiph.Const.Haer.66.9.8.
III διά separativo
1 llevar lejos, apartar, alejar τὸν πόλεμον ... ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς θαλάττης Plu.Ages.15 (cód.).
2 abrir τὰς γναθούς Hp.Epid.5.23, τὰ βλέφαρα Hp.Epid.7.5, τὸ στόμα D.19.112, 207, 21.67, Ph.1.196, 2.71, Basil.Ep.226.1, Chrys.M.49.34
•en v. med. abs. abrir las piernas, dar grandes zancadas Thphr.Char.3.5
•sent. obs. abrirse de piernas τῆς δὲ διαιρομένης φοινίσσετο χιονέη σάρξ AP 5.35 (Rufin.).
3 separar, repartir διάειρε τριχῇ θυσίας separa en tres grupos las víctimas Orác. en Porph.l.c. (quizá por confusión c. διαιρέω q.u.).
Greek Monolingual
διαίρω (AM) αίρω
μσν.
παίρνω μαζί μου κάτι κρυφά από τους άλλους
αρχ.
1. ανυψώνω, εγείρω, σηκώνω
2. εξεγείρω, παρακινώ
3. μεταφέρω, μετακινώ
4. διαίρομαι
α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι
β) (η μτχ. παρακμ.) διηρμένος
αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος.
Greek Monotonic
διαίρω: μέλ. -ᾰρῶ,
I. σηκώνω, υψώνω, τὸν αὐχένα, σε Ξεν.
II. 1. χωρίζω, μετακινώ, μεταφέρω, σε Πλούτ. — Μέσ., διαράμενος (ενν. τὰ σκέλη), με μεγαλοπρεπές βάδισμα, σε Θεόφρ.
2. δ. τὸ στόμα, ανοίγω το στόμα μου, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αίρω opheffen, ook med.:; τὴν βακτηρίαν διαράμενος met opgeheven stok Plut. Lys. 15.7; overdr.. διηρμένος verheven Luc. 59.45. verwijderen:; τὸν πόλεμον διάρας ἀπὸ τῆς... θαλάσσης nadat hij de oorlog van de zee weggehaald had Plut. Ages. 15.1; openen:. δ. τὸ στόμα zijn mond open doen Dem. 19.112.
Russian (Dvoretsky)
διαίρω: (fut. διᾰρῶ, aor. διῆρα)
1) тж. med. поднимать (ἄνω τὸν αὐχένα Xen.; med. κοπίδα Plut., Luc.; βακτηρίαν Plut.): διαρέσθαι πρὸς τὴν τῶν ὅλων θέαν Arst. подняться до обозрения мирового целого; τὸ διῃρμένον Plut. душевный подъем;
2) удалять, отводить (τὸν πόλεμον ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς θαλάττης Plut.);
3) раскрывать, открывать (τὸ στόμα Dem., Plut.); διῃρμένος τὸ στόμα Luc. с широко разинутым ртом;
4) переправляться, проходить, переходить, переезжать (τὸ πέλαγος Arst.; τὸν πόρον Polyb., Diod.; εἰς Σαρδόνα Polyb.; ἀπὸ Ταινάρου πρὸς τὴν Λιβύην Plut.);
5) med. принимать на себя, предпринимать (τόσον μεγεθουργίας Plat.).
Middle Liddell
fut. -ᾰρῶ
I. to raise up, lift up, τὸν αὐχένα Xen.
II. to separate, remove, Plut.:—Mid., διαράμενος (sc. τὰ σκέλἠ taking long strides, Theophr.
2. δ. τὸ στόμα to open one's mouth, Dem.