καταμηνύω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A point out, make known, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Hdt.7.30; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω A.Pr.176 (anap.), cf. Plu.Them.23, etc.; κ. ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος Hdt.6.29; τὸν Ὅμηρον ὅτι… Phld. Hom.p.54 O.:—Pass., Jul.adAth.273d. 2 inform against, τινος Lys.13.49, cf. D.24.60; also τινὰς πρός τινα D.H.4.43:—Pass., ὑπό τινος -μηνυθείς ib.62, cf. Cod.Just.10.11.8.4. 3 of a god, give a sign, X.HG3.3.2.
German (Pape)
[Seite 1363] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
Greek (Liddell-Scott)
καταμηνύω: δεικνύω, φανερώνω, κάμνω γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) φέρω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταγγέλλω, τινός, ὡς τὸ καταμαρτυρέω, Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ Ποσειδῶν κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
French (Bailly abrégé)
1 indiquer, signaler, expliquer;
2 dénoncer, accuser, gén..
Étymologie: κατά, μηνύω.
Greek Monolingual
(AM καταμηνύω)
υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
αρχ.
1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω
2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο.
Greek Monotonic
καταμηνύω: [ῡ], μέλ. -ύσω,
1. υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω, κάνω νύξη, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.
2. καταγγέλλω, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταμηνύω:
1) обозначать, указывать (στήλη καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);
2) давать знак (τοῖς ὄμμασι Plut.);
3) рассказывать, открывать (τὴν πρᾶξιν Plut.): οὔποτε τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;
4) показывать против, обвинять, уличать: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;
5) доносить (τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μηνύω, Dor. καταμανύω onthullen, aanwijzen:; καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος hij onthulde dat hij Histiaeus was Hdt. 6.29.2; καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους (de zuil) geeft door een opschrift de grens aan Hdt. 7.30.2; met gen. en pred. ptc.: ὁ Ποτειδὰν καὶ μάλα σευ ψευδομένω κατεμάνυσεν Poseidon heeft met zekerheid over jou aangegeven dat jij liegt Xen. Hell. 3.3.2. beschuldigen, met gen.: οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν τούτων hij had tegen die mannen geen beschuldiging geuit Lys. 13.49.
Middle Liddell
fut. ύσω
1. to point out, make known, indicate, Hdt.
2. to inform against, τινός Xen.