καταγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 20:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωνίζομαι Medium diacritics: καταγωνίζομαι Low diacritics: καταγωνίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katagōnízomai Transliteration B: katagōnizomai Transliteration C: katagonizomai Beta Code: katagwni/zomai

English (LSJ)

   A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19.    2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.    II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.

German (Pape)

[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.

English (Strong)

from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.

English (Thayer)

deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)

Greek Monolingual

καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῦ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγωνίζομαι: (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)
1) вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2) одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.

Chinese

原文音譯:katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向下-競爭

字義溯源:努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 制伏了(1) 來11:33