ἐπάρατος

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρᾱτος Medium diacritics: ἐπάρατος Low diacritics: επάρατος Capitals: ΕΠΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: epáratos Transliteration B: eparatos Transliteration C: eparatos Beta Code: e)pa/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, (ἐπαράομαι)

   A accursed, laid under a curse, ἐ. ποιεῖσθαι Th.8.97; ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν which it was accursed to inhabit, Id.2.17; τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην [γενέσθαι] Pl.Lg.877a; of persons, Arist.(?) Fr.148, Ev.Jo.7.49, J.AJ6.6.3: Sup., γενεά Ph.1.516; used in imprecations on those who violated graves, CIG2824 (Aphrodisias), etc.

German (Pape)

[Seite 904] verwünscht, verflucht, τύχη καὶ συμφορά Plat. Legg. IX, 877 a; ὃ καὶ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, es war ein Fluch darauf gesetzt, daß Keiner da wohnen sollte, Thuc. 2, 17; ἐπάρατον ἐποιήσατο, = ἐπηράσατο, 8, 97 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρᾱτος: -ον, (ἐπαράομαι) κατάρατος, ἐπικατάρατος, ἀρᾷ ἐνεχόμενος, ἐπ. τινα ποιεῖσθαι Θουκ. 8. 97· ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, περὶ τοῦ Πελασγικοῦ, περὶ οὗ ὑπῆρχε κατάρα νὰ μὴ τὸ κατοικήσῃ τις, ὁ αὐτὸς 2. 17· τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην γενέσθαι Πλάτ. Νόμοι 877Α· ἐπὶ καταρῶν κατὰ τῶν τυμβωρύχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824, 2826, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maudit : ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν THC qu’il était interdit d’habiter sous peine de malédiction.
Étymologie: ἐπί, ἀράομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπάρατος, -ον)
νεοελλ.
απαίσιος, φοβερός, μισητός
(«η επάρατη κατοχή»)
αρχ.-μσν.
επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ.
«τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρατος (< αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»)].

Greek Monotonic

ἐπάρᾱτος: -ον (ἐπαράομαι), καταραμένος, αυτός που έχει τεθεί κάτω από κατάρα, σε Θουκ.· ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, υπήρχε κατάρα εναντίον της εγκατάστασής του, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρᾱτος: (ᾰρ) подвергнутый проклятию, проклятый Plat., Arst.: ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν Thuc. (Пеласгикон), обитать в котором было запрещено под страхом проклятия.

Middle Liddell

ἐπάρᾱτος, ον ἐπαράομαι
accursed, laid under a curse, Thuc.; ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν there was an imprecation against inhabiting it, Thuc.

Chinese

原文音譯:™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在上-向下-咒罵的 相當於: (אָרַר‎)
字義溯源:被咒詛的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καταράομαι)=咒罵)組成;其中 (καταράομαι)出自(κατάρα)=咒詛),而 (κατάρα)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀρά)*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)
出現次數:總共(2);加(2)
譯字彙編
1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;
2) 是被咒詛的(1) 加3:10