γαιήοχος

From LSJ
Revision as of 14:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαιήοχος Medium diacritics: γαιήοχος Low diacritics: γαιήοχος Capitals: ΓΑΙΗΟΧΟΣ
Transliteration A: gaiḗochos Transliteration B: gaiēochos Transliteration C: gaiiochos Beta Code: gaih/oxos

English (LSJ)

(also γαιη-οῦχος, Hsch.), Dor. γαιάοχος, ον, γαιάϝοχος IG5(1).213 (Sparta, v B. C.):—epith. of Poseidon,

   A earth-moving, earth-carrying, Il.13.43, al., A.Th.310(lyr.), cf. S.OC1072(lyr.): Γαιάοχος, abs., Il. 13.125, Pi.O.13.81, and so Γαιάϝοχος (v. supr.): also in pl., Γαάοχοι, name of a contest, IG5(1).296.11 (Sparta).    2 ὠκεανὸς γ. App.Anth.3.209.    II protecting the country, γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ A.Supp.816(lyr.); γαιάοχόν τ' Ἄρτεμιν S.OT160(lyr.).    2 = ἠπειρώτης, Hsch. (In signf. 1 from γαῖα and ϝεχ-: ϝοχ-, cf. ὄχεα, Lat. veho, Skt. váhati, Germ. be-wegen, etc. In signf. 11 from ἔχω (q. v.).)

German (Pape)

[Seite 470] 1) die Erde umfassend, haltend. Bei Hom. oft, Beiwort des Poseidon, z. B. Iliad. 9, 183 Odyss. 9, 528; das Meer umfaßt die Erde. – Sp. D. – 2) ein Land innehabend, es schirmend, Ἄρτεμις Soph. O. R. 160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui embrasse la terre (Poséidon) ; subst. le dieu qui embrasse la terre (Poséidon);
2 qui protège le pays (Zeus, Artémis).
Étymologie: γαίη, ἔχω.

English (Autenrieth)

(ἔχω): earth-holding; epith. of Poseidon.

Greek Monolingual

(I)
γαιήοχος, ο, η (Α)
1. εκείνος που σείει τη γη
2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη
3. αυτός που προστατεύει τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -οχος < έχω (πρβλ. γηοχέω «κατέχω γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. γαιήοχος ως Γαῖαν ὀχεύων ή Γαῖα ὀχούμενος, σύμφωνα με μια λατρευτική παράδοση κατά την οποία ο Ποσειδώνας, με τη μορφή ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη Δήμητρα (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε φοράδα. Πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση, που στηρίζεται στον δωρικό τ. γαιάFοχος, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. είναι -Fοχος < (ινδοευρ. ρίζα) wegh- «κινώ, φέρω, οδηγώ» (πρβλ. Fέχω «φέρω», λατ. vehō «φέρω», αρχ. ινδ. vάhati «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολογία η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το άρμα του (τρέχει) κάτω από τη γη» (Ποσειδώνας: θεός των ποταμών)
β) «αυτός που φέρνει τη γη (=Δήμητρα) στο σπίτι του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο σύζυγος της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, εξίσου ικανοποιητική φαίνεται και η άποψη που τονίζει τη σημ. «κινώ, σείω» της ρίζας wegh
πρβλ. λατ. vexō «σείω», γοτ. gawigan «θέτω σε κίνηση, ταράσσω», στην οποία η ερμηνεία της λ. γαιήοχος «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα].

Greek Monotonic

γαιήοχος: (ἔχω), Δωρ. γαιά-οχος, -ον,
I. ποιητ. αντί γηοῦχος, αυτός που βαστά, συγκρατεί, περικλείει τη γη, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Όμηρ., Τραγ.
II. αυτός που προστατεύει τη χώρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γαιήοχος: дор. γαιάοχος 2 (ιᾱ)
1) объемлющий землю, земледержец (эпитет Посидона) Hom., Pind., Aesch., Soph., Plut.;
2) охраняющий землю (эпитет Зевса и Артемиды) Aesch., Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Epithet of Poseidon, sec. of Zeus etc. (Il.), meaning uncertain, mostly taken as earthshaker (= ἐννοσίγαιος, s. v.)
Other forms: Dor. γαιαοχος, Lac. γαιάϜοχος
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not with Borgeaud KZ 68, 221f. = bringing home i. e. husband of Gaia = Ποσειδῶν (s. v.). Kretschmer Glotta 5, 303 connected Poseidon ἵππιος who as a stallion united with Demeter, taking Γαῖαν ὀχεύων or Γαίᾳ ὀχούμενος in erotic sense, but there is no reason why ὀχέω, ὀχεύων in this sense would have a F. Nilsson Gr. Rel. 1, 419 understood (as alternative, after Hesychius): faring below the earth (Poseidon as a river); improbable (ὁ ἐπὶ τῆς γῆς ὀχοῦμενος!). Mostly one follows Meillet (Mél. Ch. Adler, 249-255) and connects Goth. gawigan set in motion. - Cf. αἰγίοχος (s. αἰγίς).

Middle Liddell

[ἔχω]
I. poet. for γηοῦχος, earth-upholding, of Poseidon, Hom., Trag.
II. protecting the country, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαιήοχος -ον, Dor. γαιάοχος γαῖα, ἔχω of γαῖα, ὀχέω.
1. die de aarde schokt of die de aarde vasthoudt, van Poseidon:; Ποσειδάων γαιήοχος aardschokker Poseidon Il. 20.34; subst.. ὥς ῥα... γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς zo ruide de aardschokker (Poseidon) de Achaeërs op Il. 13.125.
2. die de aarde of het land beschermt (van bijv. Zeus of Artemis).