περιωπή

From LSJ
Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωπή Medium diacritics: περιωπή Low diacritics: περιωπή Capitals: ΠΕΡΙΩΠΗ
Transliteration A: periōpḗ Transliteration B: periōpē Transliteration C: periopi Beta Code: periwph/

English (LSJ)

ἡ, (ὤψ)

   A place commanding a wide view, Il.14.8, 23.451, Od.10.146, Pl.Plt.272e ; παράκτιος π. AP 6.167 (Agath.) ; ἐκ περιωπῆς from a place of vantage, by a bird's-eye view, Luc.Symp.11, Im.1 ; ἐκ π. τοῦ Πηλίου from the summit of P., Philostr.Her.19.1.    II circumspection, πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Th.4.87.    III contemplation, ἐπιστήμης, τοῦ θείου, Procl in Alc.pp.19,21 C. : pl., ταῖς τοῦ νοῦ π. Dam.Pr.54.

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp. : παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); θαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσθαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.

Greek (Liddell-Scott)

περιωπή: ἡ, (ὤψ) τόπος ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς λίαν μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ σκοπιά, Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. περίβλεψις, προσοχή, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où la vue s’étend alentour, poste d’observation (donjon, guérite, etc.) ; ἐκ περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut ou de loin;
2 fig. circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.
Étymologie: περί, ὄψομαι.

English (Autenrieth)

(root ὀπ): look-out place.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα
νεοελλ.
1. εξέχουσα θέση
2. φρ. α) «άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» — άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής
3. «από περιωπής»
i) αφ' υψηλού, με περιφρόνηση
ii) χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικά
μσν.-αρχ.
το ύψος, η ανωτερότητα της πνευματικής ζωής
αρχ.
1. προσοχή, σύνεση
2. μελέτη, προσεκτική σκέψη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- του ὄπωπα (πρβλ. επωπή)].

Greek Monotonic

περιωπή: ἡ (ὤψ),·
I. τόπος από τον οποιο βλέπει κανείς μακριά ή σε μεγάλη απόσταση, σε Όμηρ.· ἐκπεριωπῆς, από ψηλά, από τη θέση που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.
II. περίσκεψη, πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι, δείχνω υπερβολική προσοχή σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιωπή:
1) наблюдательный пункт, возвышенное место Hom., Plat.: ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς Luc. осматривая с наблюдательного пункта;
2) досл. обозревание, осмотр, перен. осмотрительность: πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. чрезвычайно осмотрительно действовать в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιωπή -ῆς, ἡ [~ περιοράω] uitkijkpost. voorzichtigheid:. πολλὴν περιωπὴν τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων ποιούμεθα wij betrachten grote voorzichtigheid met de in onze ogen hoogste belangen Thuc. 4.87.1.

Middle Liddell

περι-ωπή, ἡ, [ὤψ]
I. a place commanding a wide view, Hom.; ἐκ περιωπῆς by a bird's-eye view, Luc.
II. circumspection, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι to shew much caution in a thing, Thuc.