ἄφραστος

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφραστος Medium diacritics: ἄφραστος Low diacritics: άφραστος Capitals: ΑΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: áphrastos Transliteration B: aphrastos Transliteration C: afrastos Beta Code: a)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω)

   A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν -ότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694.    II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, known, or guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ -ότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] the place least likely to be thought of, Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. -τως beyond thought, S.El.1262 (lyr.).    III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776.    2 giving no sign, Nonn.D.9.134, 22.82.

German (Pape)

[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urtheilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. indicible, inexprimable;
II. imperceptible :
1 invisible (trace de pas, etc.);
2 caché, secret;
3 incompréhensible, étrange ; mystérieux;
Sp. ἀφραστότατος.
Étymologie: ἀ, φράζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inexplicable, inefable, indecible ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.Vit.Hom.213, μέριμνα A.Pers.165, φάτις S.Tr.694, ἀοιδή Orph.L.46, κηλίς E.Hipp.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.Fr.239.4, πέδη S.Tr.1057, κλύδων Hld.5.22.7.
2 inimaginable, insospechado κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.H.1.9.
3 invisible στίβος h.Merc.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.Supp.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.D.9.134, ἀφράστῳ Διόνυσος ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.D.16.342
neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.
4 en sent. act. de pers. que no puede hablar, mudo por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.Th.776.
II adv. -ως contra todo lo que podría decirse ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' εἰσεῖδον S.El.1262.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφραστος, -ον) φράζω
υπέροχος, ανέκφραστος, απερίγραπτος
αρχ.
1. αναρίθμητος
2. αόρατος
3. ανόητος.

Greek Monotonic

ἄφραστος: -ον (φράζω
I. ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.
II. (φράζομαι), μη διακρινόμενος ή απαρατήρητος, σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον χωρίον, θέση για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς, σε Ηρόδ.· επίρρ. -τως, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφραστος:
1) невыразимый, неописуемый (ἔργα HH; μέριμνα Aesch.);
2) незримый, невидимый (στίβος HH; πέδη Soph.): ἄ. κατιδεῖν Aesch. непроницаемый для взоров;
3) непостижимый, неведомый (φάτις Soph.);
4) скрытый, тайный (τὸ ἀφραστότατον, sc. χωρίον Her.).

Middle Liddell

φράζω
I. unutterable, inexpressible, Hhymn., Aesch., Soph.
II. (φράζομαι) not perceived or thought of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον χωρίον the place least likely to be thought of, Hdt.:—adv. -τως, beyond thought, Soph.