ἀλιτήριος

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτήριος Medium diacritics: ἀλιτήριος Low diacritics: αλιτήριος Capitals: ΑΛΙΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: alitḗrios Transliteration B: alitērios Transliteration C: alitirios Beta Code: a)lith/rios

English (LSJ)

ον, (ἀλιτεῖν)

   A sinning or offending against, c. gen., τῶν ἀλιτηρίων . . τῶν τῆς θεοῦ Ar.Eq.445; ἐναγεῖς καὶ ἀ. τῆς θεοῦ Th. 1.126; but κοινὸν ἀλιτήριον τῶν ὀλωλότων. . ἁπάντων common plague of all, D.18.159; ἀλιτήριος Ἑλλάδος Aeschin.3.157, cf. Din.1.77.    2 abs., guilty, D.19.197, Lys.13.79, And.1.130; Πρωταγόρας . . ἁλιτήριος (i.e.ὁ ἀ.) Eup.146b, cf.96, Men.563.    II = ἀλάστωρ, avenging spirit, Antipho 4.1.4, 4.2.8.

German (Pape)

[Seite 99] ον, 1) dass., θεοῦ ἀλιτήριοι, Frevler gegen eine Gottheit, Ar. Eqe. 443; Thuc. 1, 126; θεῶν Andoc. 1, 51; vgl. Pol. 32, 21, 3; φιλάργυρος καὶ ἀλ. Eub. Ath. III, 108; Eupol. b. D. L. 9, 50 nennt den Pythagoras so. – 2) wer eine Sündenschuld auf sich geladen hat und dah. durch seine Nähe Verderben bringt, Verderben, Pest, κοινὸς ἀλιτήριος ἁπάντων τῶν μετὰ ταῦτα ἀπολωλότων Dem. 18, 159; τῆς Ἑλλάδος Din. 1, 77; Aesch. 3, 131, womit man vgl. ἀλιτήριον ἐν οἰκίᾳ τρέφειν Andoc. 1, 130. – 3) die rächende Strafgottheit, ἀλιτηρίους ἕξομεν τοὺς τῶν ἀποθανόντων προστροπαίους Antiph. IV α 4; vgl. 3; Poll. 5, 131 δαίμονες ἀλιτήριοι. [Obwohl der Zusammenhang mit ἀλιτεῖν deutlich, so haben die Alten doch wunderliche Ableitungen; vgl. Plut. Qu. gr. 25. Das ι in der zweiten Sylbe ist kurz; vgl. die Ausleger zu Soph. O. C. 372.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτήριος: -ον, (ἀλιτεῖν) ὁ ἁμαρτάνων εἴς τινα, ἀνόσιος πρός τι· «ἁμαρτωλός,.., θανάτου αἴτιος καὶ ἔνοχος», Ἡσύχ., μ. γεν., τῶν ἀλιτηρίων … τῶν τῆς θεοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 445, ἐναγεῖς καὶ ἀλ. τῆς θεοῦ, Θουκ. 1. 126· οὕτω: κοινὸν ἀλιτήριον … ἁπάντων, ἡ κοινὴ μάστιξ πάντων, Δημ. 280. 27· ἀλιτήριος Ἑλλάδος, Αἰσχίν. 76. 7. 2) ἀπολ., ἁμαρτωλός, ἔνοχος, Λατ. homo piacularis, Λυσ. 137. 19, Ἀνδοκ. 17. 11, Πρωταγόρας … ἀλιτήριος (δηλ. ὁ ἀλ.), Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10· ἐν «Δήμοις» 7, Μενάνδ. Ἄδηλ. 38. ΙΙ. = ἀλάστωρ, τὸ ἐκδικούμενον πνεῦμα, Ἀντιφῶν 125. 32., 127. 1· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupable, criminel : τῆς θεοῦ AR envers la divinité.
Étymologie: ἀλιταίνω.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτήριος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
I que comete impiedades, ofensor c. gen. τῆς θεοῦ Ar.Eq.445, Th.1.126, Aristid.Or.8.23, cf. IKibyra 43.3 (I d.C.), πολέμιοι τῆς πατρίδος καὶ ἀλιτήριοι D.C.46.34.5, οἱ ἀλιτήριοι βάρβαροι IStratonikeia 1103.3 (III d.C.), cf. SB 14606.5 (V d.C.).
II subst. ὁ ἀ.
1 impío, maldito, desalmado de Protágoras, Eup.157, cf. 103, ἐν τῇ οἰκίᾳ ἀλιτήριον τρέφει en su casa cría a un malvado And.Myst.130, ὥσπερ ἀλιτηρίῳ, οὐδεὶς ἀνθρώπων αὐτῷ διελέγετο Lys.13.79, οἷος δ' ἀλαζών ἐστιν ἀλιτήριος Men.Fr.608, cf. Epit.574, τιμῆσαι τὸ ἱερὸν τῶν ἀλιτηρίων LXX 3Ma.3.16, cf. 2Ma.12.23, Luc.Pisc.1, Philostr.Ep.15, PMasp.2.3.22 (VI d.C.).
2 espíritu vengador maligno Antipho 4.1.4; cf. tb. ἀλειτήριος.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀλιτήριος, -ιον)
σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος
2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα
3. αίτιος, ένοχος για κάτι
4. εκδικητής δαίμονας, τιμωρός θεός (βλ. και ἀλάστωρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτηριώδης].

Greek Monotonic

ἀλῐτήριος: -ον (ἀλιταίνω),
1. αμαρτάνω ή διαπράττω ύβρη απέναντι σε θεό, με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ.
2. απόλ., αμαρτωλός, ένοχος, σε Λυσ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτήριος: (ᾰ) преступный, нечестивый, грешный Lys., Polyb., Plut., Diog. L.: ἀ. τινος Thuc., Arph. грешный (виновный) перед кем-л., Aeschin., Dem. виновник чьих-л. бедствий, пагуба, проклятье.

Middle Liddell

ἀλιταίνω
1. sinning or offending against, a god, c. gen., Ar., Thuc.
2. absol. sinful, guilty, Lys., etc.